Ασφαλῶς δὲν θὰ ἀδικούσαμε τὴν ἀλήθεια, ἂν λέγαμε ὅτι αὐτὸ ποὺ ὡς κοινὴ ἐσωτερικὴ κατάσταση -συμπυκνωμένη αὐτὴ τὴ στιγμή- κυριαρχεῖ στὶς ψυχές μας εἶναι ἡ μεγάλη προσδοκία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὑπάρχει μπροστά μας μιὰ ὁλόκληρη περίοδος γεμάτη ἀπὸ πνευματικὲς προκλήσεις καὶ εὐκαιρίες ποὺ ἡ ἀξιοποίησή τους ἀποτελεῖ ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας. Ὅλοι κατανοοῦμε πόση ἀνάγκη ἔχουμε νὰ ἀνεβοῦμε λίγο πρὸς τὰ πάνω, κάπως νὰ ἀλλάξει ἡ ζωή μας, νὰ μεταμορφωθεῖ καὶ νὰ μπολιασθεῖ ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ μὲ ἕναν τρόπο αἰσθητὸ καὶ οὐσιαστικὰ ἀποτελεσματικό. Ὑπάρχει μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ καθενόςμας ἐγκαταστημένος ὁ πόθος καὶ ἡ θεία καὶ ἱερὴ προσδοκία γιὰ κάτι ἀνώτερο, γιὰ κάτι ἀλλιώτικο, γιὰ κάτι πνευματικότερο καὶ οὐσιαστικότερο στὴ ζωή μας. Βρισκόμαστε, λοιπόν, στὰ πρόθυρα ἀκριβῶς αὐτῆς τῆς εὐλογημένης περιόδου ποὺ εἶναι ἡ πιὸ ὄμορφη περίοδος τοῦ ἔτους, ἡ πιὸ κατανυκτική, ἡ πιὸ πλούσια σὲ πνευματικὲς ἀφορμὲς καὶ εὐκαιρίες. Ἤδη ἡ λειτουργικὴ ἀτμόσφαιρά της ἔχει γίνει κατανυκτικότερη ἐξωτερικά: πέφτει ὁ φωτισμός, σκουραίνουν τὰ χρώματα, μαζεύεται ὁ καθένας μας περισσότερο μέσα του.
Ἀλλάζει καὶ ὁ χαρακτήρας τῶν ἀκολουθιῶν: οἱ γνωστὲς καθημερινὲς Θεῖες Λειτουργίες ἔχουν δώσει τὴ θέση τους στὶς ἔκτακτες Λειτουργίες τῶν Προηγιασμένων Δώρων, κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευή. Ἐπιπλέον, ὑπάρχουν οἱ Κατανυκτικοὶ Ἑσπερινοί, οἱ Χαιρετισμοί, τὰ Μεγάλα Ἀπόδειπνα, ὁ Μέγας Κανών, ὁ ἰδιάζων χαρακτήρας τῆς καθεμιᾶς ἀπὸ τὶς ἑορτὲς ποὺ ἔχουμε μπροστά μας κ.ο.κ. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ δένει ἡ αὐστηρὴ νηστεία, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ σφραγίδα τῆς ταυτότητας αὐτῆς τῆς περιόδου. Πῶς λοιπὸν θὰ μπορούσαμε αὐτὴ τὴ στιγμὴ νὰ βοηθήσουμε λίγο τὴν ψυχή μας, ποὺ εἶναι δύσκαμπτη καὶ κλειστή, κάπως νὰ ἀνοίξει, νὰ γίνει πιὸ εὐέλικτη, πιὸ εὐκίνητη περὶ τὰ πνευματικά, καὶ νὰ μπορέσει νὰ θέσει σὲ ἐφαρμογὴ αὐτὸ ποὺ ἔχει ὡς ὄνειρο, ὡς πόθο καὶ ὡς προσδοκία, ὥστε νὰ διευκολυνθεῖ ἡ εἴσοδος τῆς χάριτος καὶ τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ φανερωθεῖ κάποιο ἀποτέλεσμα στὴ ζωή μας; Πολλὰ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ. Ἂς σταθοῦμε ὅμως ἀπόψε σὲ τέσσερα βασικὰ χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα προκύπτουν μέσα ἀπὸ τὴν Κυριακὴ αὐτὴ τῆς Τυροφάγου καὶ ἀναδύονται μέσα ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῶν τροπαρίων ποὺ ἀκούσαμε σήμερα τὸ πρωὶ καὶ τώρα τὸ βράδυ στὸν Κατανυκτικὸ Ἑσπερινό.
Τὸ πρῶτο στοιχεῖο εἶναι ὁ ἀγώνας. Χρειάζεται ἡ ψυχή μας μιὰ ἀπόφαση γιὰ ἀγώνα, γιὰ ἔξοδο ἀπὸ τὴ χαλάρωση καὶ τὴν εὐκολία, γιὰ ἐντονότερη προσπάθεια, γιὰ ἄσκηση. Νὰ κάνει κανεὶς ὅ,τι μπορεῖ, λίγο παραπάνω ἀπ’ ὅσο νομίζει ὅτι μπορεῖ. Νὰ τεντώσει τὶς δυνατότητές του πέρα ἀπὸ τὰ γνωστὰ ὅριά του. Νὰ μπορέσει νὰ στοχεύσει στὸ τί ἀκριβῶς χρειάζεται ἡ ψυχή του. Ἔλεγε τὸ πρωὶ ἕνα τροπάριο στοὺς Αἴνους: «Τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται». Ἀναφέρεται σὲ ἕνα στάδιο ἀρετῶν καὶ ἀγώνων ποὺ ἤδη ἔχει ἀνοίξει καὶ προτρέπει ὅποιον θέλει, χωρὶς ἀναστολές, νὰ εἰσέλθει: «οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε». Καὶ παρακάτω χρησιμοποιεῖ τὴ λέξη «ἀντιμαχησόμεθα», ποὺ ἐκφράζει τὸ μαχητικὸ φρόνημα μὲ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἀνταποδώσουμε τὶς ἐπιθέσεις ποὺ δεχόμαστε, γιὰ νὰ μπορέσουμε, ὅπως λέγει στὴ συνέχεια, ὁπλισμένοι μὲ τὰ ὅπλα τῶν ἀρετῶν νὰ προχωρήσουμε νικηφόρα σὲ αὐτὸ τὸν ἀγώνα. Ὁ ὁπλισμὸς τῶν ἡμερῶν ἔχει ὡς θώρακα τὴν προσευχή, ὡς περικεφαλαία τὴν ἐλεημοσύνη, ὡς μάχαιρα τὴ νηστεία. Ὁ ὑμνογράφος χρησιμοποιεῖ πολεμικὴ διάλεκτο, ἡ ὁποία δὲν ὀφείλεται σὲ φιλολογικὴ συγκυρία ἢ φραστικὸ τέχνασμα, ἀλλὰ στὸ ὅτι στοχεύει νὰ περιγράψει τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα μὲ τὸ ὁποῖο κάθε πιστὸς καλεῖται νὰ ριχθεῖ στὸ στάδιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ κάθε μέρα, κάθε λεπτὸ νὰ μπορεῖ ὁ καθένας μας νὰ τοποθετεῖται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐξομολογεῖται, διακρίνοντας στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του τὰ ἐλαττώματα, τὶς ἀδυναμίες, τὰ πάθη ἐναντίον τῶν ὁποίων καὶ πρέπει νὰ ἀγωνισθεῖ. Ἔλεγε πάλι ἕνα τροπάριο ὅτι καλὴ εἶναι ἡ νηστεία τῶν «βρωμάτων», δηλαδὴ τῶν τροφῶν, ἀλλὰ «νηστεία ἀληθὴς ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις», πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι, παράλληλα μὲ τὸν ἀγώνα τῆς νηστείας, πρέπει νὰ κάνουμε καὶ τὸν οὐσιαστικότερο ἀγώνα ἐναντίον τῶν παθῶν μας. Καὶ ἔχουμε ὅλοι μας πάθη! Πάθη κρυμμένα, πάθη τὰ ὁποῖα δὲν θέλουμε νὰ ὁμολογοῦμε οὔτε στὸν ἑαυτό μας, πάθη καὶ ἀδυναμίες ποὺ βασανίζουν τὴν ψυχή μας καὶ ποὺ τὴν κρατοῦν δέσμια, ἀπαγορεύοντάς της νὰ ἀπελευθερωθεῖ καὶ νὰ πετάξει λίγο πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸν κόσμο στὸν ὁποῖο βρίσκεται.
Τὸ πρῶτο λοιπὸν στοιχεῖο στὸ ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία εἶναι νὰ ἐντοπίσουμε τὴν ἀδυναμία μας καὶ μὲ τὴ συνεργία καὶ βοήθεια τῶν πνευματικῶν μας, μέσα στὶς στιγμὲς τῆς ἡσυχίας μας, νὰ διακρίνει ὁ καθένας μας τὸ δικό του πάθος -ὄχι τοῦ διπλανοῦ του ἀπὸ τὸ ὁποῖο θέλει ὁ ἴδιος νὰ ἀπαλλαγεῖ, ἀλλὰ τὴ δική του ἀδυναμία, τὴ δική του δουλεία, τὴ δική του ἁμαρτία, αὐτὴ ποὺ καὶ στὸν ἑαυτό του ἀκόμη ἀρνεῖται νὰ ὁμολογήσει. Ἡ εὐκαιρία τῆς νηστείας εἶναι μεγάλη. Δι’ αὐτῆς, ἡ Ἐκκλησία μᾶς εἰσάγει σὲ ἕναν ἀγώνα ἐναντίον τῆς φύσεώς μας, διότι ἔχουμε ὅλοι τὴν τάση τῆς λαιμαργίας, ἔχουμε ὅλοι ὁρμὲς ἐσωτερικὲς ποὺ ἐκφράζονται μὲ τὸ σῶμα μας. Πολὺ βαθιὰ φυτευμένες, ποὺ πραγματικὰ παγιδεύουν τὴ βούληση, παραλύουν τὴ θέληση καὶ πνίγουν τὴν ἐλευθερία μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ νηστεία εἶναι τόσο καλὰ ριζωμένη στὴ ζωή, τὴν παράδοση καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας. Νὰ λοιπὸν μιὰ καλὴ εὐκαιρία νὰ ἀρχίσουμε τὸν ἀγώνα αὐτῆς τῆς περιόδου ἀπὸ τὴ νηστεία, ἀπὸ κάτι ποὺ εἶναι ἴσως ἐξωτερικό, εἶναι ὅμως καὶ τόσο σημαντικό.
Τὸ δεύτερο στοιχεῖο στὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε νὰ σταθοῦμε μποροῦμε νὰ τὸ δανεισθοῦμε ἀπὸ τὴ λέξη ποὺ προσδιορίζει τὸν Ἑσπερινὸ τῆς Συγχωρήσεως. Αὐτὸ ποὺ ζητάει ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ μᾶς εἶναι ἡ διπλὴ συγχώρηση: μὲ τοὺς ἀδελφούς μας καὶ μὲ τὸν Θεό. Τί θὰ πεῖ συγχώρηση; Συγχώρηση θὰ πεῖ νὰ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς μας γιὰ νὰ φιλοξενηθεῖ στὸν χῶρο της ὁ συνάνθρωπός μας, ὁ γείτονάς μας, ὁ συγγενής μας, ἡ γυναίκα ἢ ὁ ἄντρας μας, τὰ παιδιά μας, τὰ ἀδέλφια μας, οἱ συνάνθρωποί μας -ὅποιος μᾶς περιβάλλει καὶ ὅποιος ἐνδεχομένως μᾶς δημιουργεῖ κάποια δυσκολία στὴ σχέση μας μαζί του. Εἶναι τόσο δύσκολο πολλὲς φορὲς νὰ ἔχουμε τὴν ἀρχοντιὰ νὰ ζητήσουμε οἱ ἴδιοι συγγνώμη! Ἢ νὰ ἔχουμε τὸ θάρρος νὰ δεχθοῦμε τὴν αἴτηση τῆς συγγνώμης ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ νὰ διαγράψουμε αὐτὸ ποὺ μᾶς χωρίζει, αὐτὸ ποὺ μᾶς πικραίνει, αὐτὸ ποὺ μᾶς κάνει ὄχι μόνο νὰ μὴ νιώθουμε τὸν διπλανό μας ὡς ἀδελφό, ἀλλὰ νὰ μὴν τὸν νιώθουμε κὰν ὡς πλησίον. «Σύν-χώρεση»· αὐτὸ τὸ «σύν-» σημαίνει «μαζί». Τὸν ἀγώνα αὐτὸν πρέπει νὰ τὸν κάνουμε, ὅπως μᾶς λέει ἡ Ἐκκλησία μας, μέσα ἀπὸ μιὰ ζωὴ συμφιλίωσης -κι ἐδῶ ὑπάρχει τὸ «σύν-». Ἡ συγχώρηση ὁδηγεῖ στὴ συμφιλίωση, ἡ συμφιλίωση στὴ συναδέλφωση, ἡ συναδέλφωση στὴ συμπόρευση, στὴ συνάθληση, καί, τέλος, σ’ αὐτὸ ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περιγράφει, στὴν εὐλογημένη κατάσταση τοῦ νὰ γίνουμε σύμψυχοι, «τὸ ἓν φρονοῦντες» (Φιλ. 2, 2), «ἐν μιᾷ ψυχῇ συναθλοῦντες» (Φιλ. 1, 27)· νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι σὰν μία ψυχή, μὲ ἕνα κοινὸ φρόνημα, ἑνωμένοι στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀγάπης ποὺ Αὐτὸς δίδαξε καὶ ἐνέπνευσε σ’ ἐμᾶς. Τί ὡραῖες λέξεις! «Συγχώρηση», «συμφιλίωση», «συναδέλφωση», «συμπόρευση», «συνάθληση», καὶ ἡ κατάσταση τοῦ νὰ εἴμαστε «σύμψυχοι», ὁμόφρονες καί, ἀκόμη περισσότερο, ὁμόψυχοι, μὲ μία ψυχή, ἑνωμένοι στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἄλλη κλίμακα ἐξαγιασμοῦ καὶ σωτηρίας ἡ ὁποία προκύπτει ἀπὸ μία ἄλλη συγχώρηση, τὴ συγχώρεσή μας ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ μετάνοια ποὺ ἔλεγαν τὰ τροπάρια. Πόσα δὲν ἔχουμε κάνει ποὺ μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ Αὐτόν! Πόσα δὲν ἔχουμε κάνει ποὺ μᾶς κάνουν δύσκολη τὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του στὴ ζωή μας! Ἐμεῖς φταῖμε ποὺ δημιουργοῦμε τὴν ὁμίχλη τῶν παθῶν μας, ἐμεῖς φταῖμε ποὺ ἔχουμε αὐτὴ τὴ θολούρα τῶν ἀδυναμιῶν μας. Μᾶς λείπει ἡ ἀρχοντιὰ καὶ ἡ ἐλευθερία τῆς ὁμολογίας τῆς ἁμαρτίας μας. Οἱ εὐαγγελικὲς περικοπὲς τῶν τριῶν τελευταίων Κυριακῶν, ἡ πρώτη τοῦ Τελώνου καὶ Φαρισαίου, ἡ δεύτερη τοῦ Ἀσώτου καὶ ἡ τρίτη τῆς Κρίσεως, ἔχουν μεταξύ τους ἕνα κοινὸ σημεῖο: παρουσιάζουν τὴν ἁμαρτία ὡς ἁμαρτία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Βλέπουμε τὸν Τελώνη νὰ πηγαίνει στὸν ναὸ γιὰ νὰ ζητήσει συγγνώμη καὶ νὰ ἀπευθύνεται στὸν Θεὸ λέγοντας: «ὁ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18, 13). Ἐνῷ ὡς Τελώνης ἁμάρτησε ἔναντι τῶν συνανθρώπων του, συγχώρηση ζητάει πρωτίστως ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν χῶρο τοῦ ναοῦ. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἄσωτος: «ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός Σου» (Λουκ. 15, 21), λέει πρὸς τὸν πατέρα του – ὁ πρῶτος ἔναντι τοῦ ὁποίου ἁμάρτησα δὲν εἶσαι ἐσύ, ὁ πατέρας μου, ποὺ κατασπατάλησα τὴν περιουσία σου, ἀλλὰ εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ ὁποίου κατέχρανα τὴν εἰκόνα, λέρωσα καὶ σπίλωσα τὴν τίμια εἰκόνα μὲ τὴν ὁποία περιποιήθηκε τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ὑπόστασή μου. Καὶ στὴν τρίτη παραβολή, τὴν παραβολὴ τῆς Κρίσεως, βλέπουμε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς νὰ λέει: «Ἐπείνασα καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με» (Μτ. 25, 42) -αὐτὸ ποὺ δὲν κάνατε στὸν συνάνθρωπό σας δὲν τὸ κάνατε σὲ μένα- στὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ εἶμαι ἐγώ, ἄρα ἡ ἁμαρτία σας εἶναι ἁμαρτία ποὺ ἀνάγεται σὲ ἐμένα. Καὶ οἱ δικές μας ἁμαρτίες, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ποὺ ἔχουν ὡς βάση τους τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴ φιλαυτία, τὴ φιληδονία, τὴ φιλοϋλία, τὴ φιλαργυρία, τὸν ὑλισμό, τὴν πνευματική μας μυωπία, εἶναι ἁμαρτίες ἐσωτερικές, ἁμαρτίες ποὺ τὶς ζοῦμε μέσα μας καὶ μᾶς τρῶνε τὰ σωθικά. Εἶναι ἁμαρτίες ποὺ καταστρέφουν καὶ καταβροχθίζουν τὶς σχέσεις μας μὲ τοὺς συνανθρώπους καὶ τοὺς ἀδελφούς μας. Ἀποτελοῦν ὅλες μαζὶ τὴ μία ἁμαρτία ποὺ διαπράττουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔβαλε τὴ σφραγίδα τῆς εἰκόνας Του καὶ μᾶς ἔδωσε τὴ δυνατότητα νὰ φθάσουμε μὲ τὴ χάρη Του στὴν ὁμοίωσή Του. Κι ἐμεῖς ἀμαυρώσαμε καὶ τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ τὸ καθ’ ὁμοίωσιν. Ἔτσι, ζοῦμε σ’ αὐτὴ τὴ ζωώδη κατάσταση τῆς καθημερινότητάς μας. Δὲν μεταμορφώνεται ὁ ἑαυτός μας, δὲν ἀναγεννᾶται, δὲν ζεῖ κάπως πιὸ πνευματικά, δὲν λειτουργεῖ ὡς συγγενὴς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Στεκόμαστε λοιπὸν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ζητοῦμε αὐτὴ τὴ δεύτερη συγχώρηση. Ἀφοῦ συμφιλιωθοῦμε μὲ τοὺς ἀδελφούς μας, μὲ τοὺς διπλανούς μας, καὶ αἰσθανθοῦμε λιγάκι ὅτι γκρεμίζονται τὰ τείχη ποὺ μᾶς χωρίζουν, προχωροῦμε στὴν ἄλλη συμφιλίωση, τὴ συμφιλίωση μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα μας. Αὐτὴ ἡ συμφιλίωση, αὐτὴ ἡ συγχώρηση βάζει τὸν Θεὸ στὸν χῶρο τῆς ψυχῆς μας. Ἔτσι, ἀρχίζουν νὰ ἐμφανίζονται τὰ ἀποτυπώματα τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειάς Του μέσα στὴν καρδιά μας, νὰ ἐκφράζονται οἱ ἐσωτερικοί, οἱ πνευματικοὶ «ἀλάλητοι στεναγμοί» τῆς παρουσίας Του. Ἔτσι, εἰσέρχεται ἡ χάρις Του, κοινωνεῖται ἡ θεία φύση Του καὶ καθίσταται ὁρατὸ τὸ πρόσωπό Του. Ὑπάρχουν ἄλλα δύο «σύν-» τῆς «σύν- χώρησης». Λέγεται στὸ
βιβλίο τοῦ Δευτερονομίου (καὶ περιγράφεται ἀναλυτικὰ ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόδημο) πὼς σὲ αὐτὸ τὸν ἀγώνα ποὺ κάνουμε ζητοῦμε καὶ ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴ συμπαράσταση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ἡ δική μας αἴτηση συγγνώμης ἀπὸ Αὐτὸν Τὸν καθιστὰ «συνεκπολεμοῦντα» (πρβλ. Δευτ. 1, 3) μαζί μας, τοῦ ἐπιτρέπει Αὐτὸς νὰ πολεμᾶ γιὰ ἐμᾶς καὶ νὰ φέρνει σὲ πέρας τὸν δικό μας ἀγώνα. Κι ἀκόμη παραπάνω, ἔχουμε ἀνάγκη νὰ γινόμαστε «συμπορευόμενοι» μὲ Αὐτόν. Ὄχι νὰ συμπορεύεται ὁ Θεὸς στὸν δικό μας ἀγώνα -αὐτὸ εἶναι τὸ προηγούμενο- ἀλλὰ νὰ συμπορευόμαστε ἐμεῖς στὴ δική Του πορεία καὶ ὁδό. Τὸ βράδυ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων θὰ ψάλουμε: «Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν Αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν καὶ νεκρωθῶμεν δι’ Αὐτὸν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς». Αὐτὴ ἡ συγχώρηση ποὺ θὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ θὰ μᾶς δώσει μὲν τὴν
αἴσθηση ὅτι στὸν ἀγώνα μας καὶ στὴν πορεία μας εἶναι καὶ Αὐτὸς συνοδοιπόρος, ταυτόχρονα ὅμως θὰ μᾶς ὁδηγήσει καὶ στὸ νὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς νὰ πορευθοῦμε τὴ δική Του ὁδό· νὰ συσταυρωθοῦμε, νὰ ζήσουμε τὸ πάθος Του, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ συζήσουμε μαζί Του καὶ νὰ συναναστηθοῦμε. Τί εὐλογημένη ποὺ εἶναι ἡ συγχώρηση! Πόσο, ὅμως, δύσκολα βγαίνει ἀπὸ τὴν ψυχή μας μερικὲς φορές. Εἶμαι σίγουρος ὅτι κι ἐγὼ ἔχω πικράνει κάποιους -εἶδα μερικοὺς ἀνάμεσά σας. Ἐλπίζω νὰ ἦρθαν γιὰ νὰ μὲ συγχωρέσουν, νὰ κατανοήσουν τὸ γιατί ἔκανα αὐτὸ ποὺ ἔκανα. Ἐνδεχομένως καὶ κάποιοι ἔχουν πικράνει κάποιους ἄλλους ἢ ἐμένα ἢ ἐσᾶς. Τί ὡραῖο πράγμα φεύγοντας σήμερα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε ὅτι δὲν ὑπάρχουν τείχη ἀνάμεσά μας! Οἱ ἄλλοι δὲν εἶναι κακοί, εἶναι ἀδελφοί μας. Δὲν εἶναι ἐχθροὶ καὶ ἐμπόδια στὴν πορεία μας, ἀλλὰ εὐλογημένες εὐκαιρίες στὸν ἀγώνα μας. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀγώνα καὶ τὴ συγχώρηση, ὑπάρχει καὶ ἕνα τρίτο στοιχεῖο ποὺ προσδιορίζει τὸν χαρακτήρα αὐτῆς τῆς εὐλογημένης περιόδου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, γιὰ τὸ ὁποῖο σήμερα θὰ μιλήσουμε πιὸ συνοπτικά. Εἶναι τὸ στοιχεῖο τῆς χαρᾶς. Ξεκινοῦμε τὴν προετοιμασία μας γιὰ τὸ Πάσχα μὲ διάθεση ἀγωνιστική. Ξεκινοῦμε μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς συμφιλίωσης μὲ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τῆς συγχώρησης μὲ τὸν Θεό. Ὁ ἀγώνας ὅμως καὶ ἡ συγχώρηση δὲν μποροῦν νὰ τελεσφορήσουν ἂν ἡ καρδιά μας διατηρεῖ τὴ μιζέρια καὶ τὴν κακομοιριά της, ἂν δὲν κυριαρχεῖται ἀπὸ μεγάλη καὶ ἐσωτερικὴ χαρά.
«Τὸν τῆς Νηστείας καιρόν, φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρὸς ἀγῶνας πνευματικοὺς ἑαυτοὺς ὑποβάλλοντες», λέγει τὸ τροπάριο -αὐτὸ τὸν ἀγώνα μὲ χαρὰ νὰ τὸν ξεκινήσουμε. Σὲ ἄλλο δὲ σημεῖο ἔλεγε: «Ἔλαμψεν ἡ χάρις σου Κύριε, ἔλαμψεν ὁ φωτισμὸς τῶν ψυχῶν ἡμῶν», ἔφθασε ἡ λάμψη καὶ ὁ φωτισμός Του στὴν ψυχή μας. Γι’ αὐτὸ προτρεπόμαστε νὰ εἴμαστε «πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι» -γεμάτοι ἐσωτερικὴ καὶ πνευματικὴ χαρά- καὶ ἔτσι νὰ ξεκινήσουμε. Ἀλλὰ καὶ τὰ τροπάρια τῆς ἑπόμενης ἑβδομάδος ὑπογραμμίζουν τὴν ἀνάγκη νὰ διεξαγάγουμε αὐτὸ τὸν ἀγώνα καὶ νὰ διεξέλθουμε τὴν πορεία αὐτὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς χαρούμενα, δοξολογικά, ἐλπιδοφόρα.
Θὰ κλείσουμε μὲ ἕνα τέταρτο γνώρισμα τῆς Τεσσαρακοστῆς: τὸν στόχο τῆς Ἀναστάσεως. Ἔλεγε ἕνα τροπάριο: «ἀξιωθείημεν κατιδεῖν τὸ Ἅγιον Πάσχα». Τὰ τροπάρια σήμερα, ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα, μιλοῦν γιὰ τὸ τέλος τῆς περιόδου, γιὰ τὸ Πάσχα. Ἕνα ἄλλο ἔλεγε νὰ «καταντήσωμεν » στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, νὰ φθάσουμε δηλαδὴ εὐλογημένα στὸ τέλος καὶ στὸν στόχο μας, ποὺ εἶναι ὁ ἑορτασμὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ⋅ ὄχι ἀσφαλῶς μὲ ἐξωτερικοὺς μόνο τρόπους ἀλλὰ κυρίως μὲ πνευματικούς -νὰ ἐπιτρέψουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ ζήσει αὐτὴ τὴ χαρὰ καὶ τὴ δόξα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Ἔχουμε μπροστά μας μιὰ ἐκπληκτικὴ εὐκαιρία, μὲ μοναδικὲς ἀφορμὲς καὶ μὲ ὄμορφες δυνατότητες, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ καθένας μας νὰ ξεκινήσει φιλότιμα καὶ ὅσο πιὸ ἔντονα μπορεῖ αὐτὸ τὸν ἀγώνα τῆς νηστείας τῶν «βρωμάτων», τῶν τροφῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς νηστείας τῶν παθῶν, νὰ συγχωρεθοῦμε μεταξύ μας καὶ νὰ συμφιλιωθοῦμε, νὰ μὴ θεωροῦμε ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι αὐτὸς ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ διάβολος ἐναντίον μας, ἀλλὰ ὅτι εἶναι, ἀκόμη καὶ μὲ τὰ ἐλαττώματά του, αὐτὸς ποὺ φέρνει ὁ Θεὸς στὸν δρόμο καὶ στὴν πορεία μας. Καὶ ἔτσι ἀγκαλιασμένοι, ἑνωμένοι καὶ σύμψυχοι, ἀφοῦ ζητήσουμε καὶ τὴ συγγνώμη τοῦ Θεοῦ, νὰ φθάσουμε γεμάτοι χαρὰ στὸν στόχο μας, ποὺ εἶναι ἡ βίωση τῆς εὐλογίας τῆς Ἀναστάσεως.
Σᾶς εὔχομαι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Θεὸς πράγματι νὰ εἶναι παρὼν αὐτὲς τὶς μέρες στὴ ζωή μας -στὴ ζωὴ ὅλων!- νὰ συνεκπολεμεῖ μαζί μας καὶ νὰ φέρνει εἰς πέρας τὸν ἀγώνα μας. Καὶ καθὼς θὰ περνᾶνε οἱ ἑβδομάδες καὶ θὰ πλησιάζουμε «ἐγγύτερον ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν», ἢ ὅτε ξεκινήσαμε τὸν ἀγώνα μας πρὸς τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, νὰ νιώθουμε ἤδη τὴν αὔρα τῆς παρουσίας τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ στὴ ζωή μας.
Καλὴ καὶ Εὐλογημένη Τεσσαρακοστή!
Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία-Τεύχος 212-Φεβρουάριος 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.