Παλαιότερα η αγάπη θεωρούνταν προϋπόθεση για την εκπλήρωση της επιθυμίας και γι᾽ αυτό ο γάμος ήταν η αναμενόμενη έκβαση σχέσης, η οποία κρίνονταν ως σοβαρή όταν προχωρούσε στην προοπτική της οικογένειας. Ακόμη κι αν οι σχέσεις δεν κρατούσαν πολύ, κοινωνικά δεν θεωρούνταν αποδεκτή η ολοκλήρωσή τους, εφόσον δεν γινόταν εντός του γάμου ή, τουλάχιστον, με την βεβαιότητα ότι ο γάμος θα ακολουθήσει.
Σήμερα, ο γάμος μοιάζει μακρινή προοπτική για την δεκαετία των 20 έως 30 ετών. Πολλοί πλησιάζουν τα σαράντα για να το αποφασίσουν. Προηγείται η καριέρα, η διασκέδαση, το “σε θέλω”. Και γι᾽ αυτό η μη συγκατάβαση της Εκκλησίας στις προγαμιαίες σχέσεις θεωρείται σήμερα ως εκτός τόπου και χρόνου νοοτροπία, ένας συντηρητισμός αχρείαστος και ανεφάρμοστος.
Έτσι, το “σε θέλω” γίνεται έκφραση ενός πόθου, συχνά μόνο σωματικού. Λειτουργεί στην προοπτική της εκτόνωσης της επιθυμίας για τον άλλον σε επίπεδο ηδονής. Η σαρκικότητα θεοποιείται. Το κορμί θεάται αυτονομημένο από την όλη ύπαρξη, γίνεται καρπός προς αμοιβαία βρώση, ενώ η σχέση αντιμετωπίζεται ως μία προοπτική επιθυμητή, αλλά όχι αναγκαία. Το “σε θέλω” γίνεται σήμα κατατεθέν όλων των ηλικιών.