Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

Ακάθιστος ύμνος


Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.

Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε οίκος ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα), και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας.

Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και είναι εμπλουτισμένος από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.

Κατά το έτος 626 μ.Χ., και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.

Στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τ περμάχ στρατηγ».

Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «
ρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τ προσταχθν μυστικς λαβνν γνώσει»), με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τ περμάχ στρατηγ τ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο, στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.

Σύμφωνα, όμως, με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673 μ.Χ.), Λέοντος του Ισαύρου (717 - 718 μ.Χ.) και Μιχαήλ Γ΄ (860 μ.Χ.). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο, η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.

Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (βλέπε
 9 Σεπτεμβρίου), που συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος». Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431 μ.Χ., αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527 - 565 μ.Χ.), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626 μ.Χ.

Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ., Ρωμανό τον Μελωδό (βλέπε
 1 Οκτωβρίου). Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό. Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.

Όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές, που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά στοιχεία μετά την εποχή του Ρωμανού. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι πλησίασε τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728 μ.Χ., που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626 μ.Χ., στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.

Επιπλέον υπάρχουν και άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου. Η μία εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715 - 730 μ.Χ.) (βλέπε
 12 Μαΐου), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της από τους Άραβες το 718 μ.Χ., επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός, ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 μ.Χ. από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου.

Η άλλη εκδοχή που υποστηρίζεται βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «
γγελος πρωτοστάτης ορανόθεν πέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό (βλέπε 14 Οκτωβρίου), ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718 μ.Χ., καθώς απεβίωσε το 752 ή 754 μ.Χ.

Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο, τον ιερό Φώτιο (βλέπε
 6 Φεβρουαρίου), τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.

Βέβαιο, είναι πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού (676 - 749 μ.Χ.) (βλέπε
 4 Δεκεμβρίου), ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου (βλέπε 3 Απριλίου).

Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.

Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ), η οποία είναι η μόνη που έχει ως πηγή το απόκρυφο πρωτευαγγέλιο του Ψευδο-Ματθαίου.

Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.

Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χα
ρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).

Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενορία και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, υπάρχουν και άλλα λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου. Η ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την πρεσβεία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σε ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακαθίστου.

Ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέθηκε με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προφανώς, εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου.
 Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεορτίων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας. Το βράδυ της Παρασκευής και το Σάββατο είναι μέρες που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες μέρες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μετατίθενται οι γιορτές της εβδομάδας. Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά, ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν πέντε μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού και κατά άλλα τον όρθρο της μέρας της γιορτής. 
γγελος πρωτοστάτης,
ο
ρανόθεν πέμφθη,
ε
πεν τ Θεοτόκω τ Χαρε·
κα
σν τ σωμάτ φων,
σωματούμενόν σε θεωρ
ν, Κύριε,
ξίστατο κα στατο,
κραυγάζων πρ
ς Ατν τοιατα·
Χα
ρε, δ' ς χαρ κλάμψει,
χα
ρε, δι' ς ρ κλείψει.
Χα
ρε, το πεσόντος δάμ νάκλησις,
χα
ρε, τν δακρύων τς Εας λύτρωσις.
Χα
ρε, ψος δυσανάβατον θρωπίνοις λογισμος,
χα
ρε, βάθος δυσθεώρητον κα γγέλων φθαλμος.
Χα
ρε, τι πάρχεις Βασιλέως καθέδρα,
χα
ρε, τι βαστάζεις τν βαστάζοντα πάντα.
Χα
ρε, στρ μφαίνων τν λιον,
χα
ρε, γαστρ νθέου σαρκώσεως.
Χα
ρε, δι' ς νεουργεται κτίσις,
χα
ρε, δι' ς βρεφουργεται Κτίστης.
Χα
ρε, Νύμφη νύμφευτε.

Βλέπουσα
γία,
αυτήν ν γνεί,
φησ
τ Γαβριλ θαρσαλέως·
τ
παράδοξόν σου τς φωνς,
δυσπαράδεκτόν μου τ
ψυχ φαίνεται·
σπόρου γρ συλλήψεως,
τ
ν κύησιν πς λέγεις κράζων·
λληλούια.

Γν
σιν γνωστον γνναι,
Παρθένος ζητοσα,
βόησε πρς τν λειτουργοντα·
κ λαγόνων γνν,
υ
ον πς σται τεχθναι δυνατόν;
λέξον μοι.
Πρ
ς ν κενος φησεν ν φόβ,
πλ
ν κραυγάζων οτω·
Χα
ρε, βουλς πορρήτου μύστις,
χα
ρε, σιγς δεομένων πίστις.
Χα
ρε, τν θαυμάτων Χριστο τ προοίμιον,
χα
ρε, τν δογμάτων ατο τ κεφάλαιον.
Χα
ρε, κλμαξ πουράνιε, δι' ς κατέβη Θεός,
χα
ρε, γέφυρα μετάγουσα π γς πρς ορανόν.
Χα
ρε, τ τν γγέλων πολυθρύλητον θαμα,
χα
ρε, τ τν δαιμόνων πολυθρήνητον τραμα.
Χα
ρε, τ φς ρρήτως γεννήσασα,
χα
ρε, τ πς μηδένα διδάξασα.
Χα
ρε, σοφν περβαίνουσα γνσιν,
Χα
ρε, πιστν καταυγάζουσα φρένας.
Χα
ρε, Νύμφη νύμφευτε.

Δύναμις το
ψίστου,
πεσκίασε τότε,
πρ
ς σύλληψιν τ πειρογάμω·
κα
τν εκαρπον ταύτης νηδύν,
ς γρν πέδειξεν δν πασι,
το
ς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν,
ν τ ψάλλειν οτως·
λληλούια.

χουσα θεοδόχον,
Παρθένος τν μήτραν,
νέδραμε πρς τν λισάβετ.
Τ
δ βρέφος κείνης εθς πιγνόν,
τ
ν ταύτης σπασμν χαιρε,
κα
λμασιν ς σμασιν,
βόα πρς τν Θεοτόκον·
Χα
ρε, βλαστο μάραντου κλμα,
χα
ρε, καρπο κήρατου κτμα.
Χα
ρε, γεωργν γεωργοσα φιλάνθρωπον,
χα
ρε, φυτουργν τς ζως μν φύουσα,
Χα
ρε, ρουρα βλαστάνουσα εφορίαν οκτιρμν,
χα
ρε, τράπεζα βαστάζουσα εθηνίαν λασμν.
Χα
ρε, τι λειμνα τς τρυφς ναθάλλεις,
χα
ρε, τι λιμένα τν ψυχν τοιμάζεις.
Χα
ρε, δεκτν πρεσβείας θυμίαμα,
χα
ρε, παντός το κόσμου ξίλασμα.
Χα
ρε, Θεο πρς θνητος εδοκία,
χα
ρε, θνητν πρς Θεν παρρησία.
Χα
ρε, Νύμφη νύμφευτε.

Ζάλην
νδοθεν χων,
λογισμ
ν μφιβόλων,
σώφρων ωσφ ταράχθη·
πρ
ς τν γαμόν σ θεωρν,
κα
κλεψίγαμον πονον μεμπτε·
μαθ
ν δέ σου τν σύλληψιν,
κ Πνεύματος γίου,
φη·
λληλούια.

κουσαν o ποιμένες,
τ
ν γγέλων μνούντων,
τ
ν νσαρκον Χριστο παρουσίαν·
κα
δραμόντες ς πρς ποιμένα,
θεωρο
σι τοτον ς μνν μωμον,
ν γαστρ τς Μαρίας βοσκηθέντα,
ν μνοντες επον·
Χα
ρε, μνο κα Ποιμένος Μτερ,
χα
ρε, αλ λογικν προβάτων.
Χα
ρε, οράτων χθρν μυντήριον,
χα
ρε, Παραδείσου θυρν νοικτήριον.
Χα
ρε, τι τ οράνια συναγάλλεται τ γ,
χα
ρε, τι τ πίγεια συγχορεύει ορανος.
Χα
ρε, τν ποστόλων τ σίγητον στόμα,
χα
ρε, τν θλοφόρων τ νίκητον θάρσος.
Χα
ρε, στερρν τς πίστεως ρεισμα,
χα
ρε, λαμπρν τς Χάριτος γνώρισμα.
Χα
ρε, δι' ς γυμνώθη δης,
χα
ρε, δι' ς νεδύθημεν δόξαν.
Χα
ρε, Νύμφη νύμφευτε.

Θεοδρόμον
στέρα,
θεωρήσαντες Μάγοι,
τ
τούτου κολούθησαν αγλ·
κα
ς λύχνον κρατοντες ατόν,
δι' α
το ρεύνων κραταιν νακτα,
κα
φθάσαντες τν φθαστον,
χάρησαν ατ βοντες·
λληλούια.

δον παδες Χαλδαίων,
ν χερσ τς Παρθένου,
τ
ν πλάσαντα χειρ τος νθρώπους·
κα
Δεσπότην νοοντες ατόν,
ε
κα δούλου μορφν λαβεν,
σπευσαν τος δώροις θεραπεσαι,
κα
βοσαι τ Ελογημέν·
Χα
ρε, στέρος δύτου Μήτηρ,
χα
ρε, αγ μυστικς μέρας.
Χα
ρε, τς πάτης τν κάμινον σβέσασα,
χα
ρε, τς Τριάδος τος μύστας φωτίζουσα.
Χα
ρε, τύραννον πάνθρωπον κβαλοσα τς ρχς,
χα
ρε, Κύριον φιλάνθρωπον πιδείξασα Χριστόν.
Χα
ρε, τς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας,
χα
ρε, το βορβόρου ρυομένη τν ργων.
Χα
ρε πυρς προσκύνησιν παύσασα,
χα
ρε, φλογς παθν παλλάττουσα.
Χα
ρε, πιστν δηγ σωφροσύνης,
χα
ρε, πασν γενεν εφροσύνη.
Χα
ρε, Νύμφη νύμφευτε.

Κήρυκες θεοφόροι,
γεγονότες ο
Μάγοι,
πέστρεψαν ες τν Βαβυλνα,
κτελέσαντές σου τν χρησμόν,
κα
κηρύξαντές σε τν Χριστν πασιν,
φέντες τν ρώδην ς ληρώδη,
μ
εδότα ψάλλειν·
λληλούια.

Λάμψας
ν τ Αγύπτ,
φωτισμ
ν ληθείας δίωξας,
το
ψεύδους τ σκότος·
τ
γρ εδωλα ταύτης Σωτήρ,
μ
νέγκαντά σου τν σχν πέπτωκεν,
ο
τούτων δ ρυσθέντες,
βόων πρς τν Θεοτόκον·
Χα
ρε, νόρθωσις τν νθρώπων,
χα
ρε, κατάπτωσις τν δαιμόνων.
Χα
ρε, τν πάτης τν πλάνην πατήσασα,
χα
ρε, τν εδώλων τν δόξαν λεγξασα.
Χα
ρε, θάλασσα ποντίσασα Φαρα τν νοητόν,
χα
ρε, πέτρα ποτίσασα τος διψντας τν ζων.
Χα
ρε, πύρινε στλε δηγν τος ν σκότει,
χα
ρε, σκέπη το κόσμου πλατυτέρα νεφέλης.
Χα
ρε, τροφ το μάνα διάδοχε,
χα
ρε, τρυφς γίας διάκονε.
Χα
ρε, γ τς παγγελίας,
χα
ρε, ξ ς ρέει μέλι κα γάλα.
Χα
ρε, Νύμφη νύμφευτε.

Μέλλοντος Συμε
νος,
το
παρόντος αἰῶνος,
μεθίστασθαι το
πατενος,
πεδόθης ς βρέφος ατ,
λλ' γνώσθης τούτω κα Θες τέλειος·
διόπερ
ξεπλάγη σου τν ρρητον σοφίαν,
κράζων·
λληλούια.

Νέαν
δειξε κτίσιν,
μφανίσας Κτίστης,
μν τος π' ατο γενομένοις·
ξ σπόρου βλαστήσας γαστρός,
κα
φυλάξας ταύτην,
σπερ ν φθορον,
να τ θαμα βλέποντες,
μνήσωμεν ατν βοντες·
Χα
ρε, τ νθος τς φθαρσίας,
χα
ρε, τ στέφος τς γκρατείας.
Χα
ρε, ναστάσεως τύπον κλάμπουσα,
χα
ρε, τν γγέλων τν βίον μφαίνουσα.
Χα
ρε, δένδρον γλαόκαρπον, ξ ο τρέφονται πιστοί,
χα
ρε, ξύλον εσκιόφυλλον, φ' ο σκέπονται πολλοί.
Χα
ρε, κυοφοροσα δηγν πλανωμένοις,
χα
ρε, πογεννσα λυτρωτν αχμαλώτοις.
Χα
ρε, Κριτο δικαίου δυσώπησις,
χα
ρε, πολλν πταιόντων συγχώρησις.
Χα
ρε, στολ τν γυμνν παρρησίας,
χα
ρε, στοργ πάντα πόθον νικσα.
Χα
ρε, Νύμφη νύμφευτε.

Ξένον τόκον
δόντες,
ξενωθ
μεν το κόσμου, τν νον ες ορανν μεταθέντες·
δι
τοτο γρ ψηλς Θεός,
π γς φάνη ταπεινς νθρωπος·
βουλόμενος
λκύσαι πρς τ ψος,
το
ς ατ βοώντας·
λληλούια.

λως ν ν τος κάτω,
κα
τν νω οδόλως πν,
περίγραπτος Λόγος·
συγκατάβασις γ
ρ θεϊκή,
ο
μετάβασις τοπικ γέγονε,
κα
τόκος κ Παρθένου θεολήπτου,
κουούσης τατα·
Χα
ρε, Θεο χωρήτου χώρα,
χα
ρε, σεπτο μυστηρίου θύρα.
Χα
ρε, τν πίστων μφίβολον κουσμα,
χα
ρε, τν πιστν ναμφίβολον καύχημα.
Χα
ρε, χημα πανάγιον το π τν Χερουβείμ,
χα
ρε, οκημα πανάριστον το π τν Σεραφείμ.
Χα
ρε, τναντία ες τατ γαγοσα,
χα
ρε, παρθενίαν κα λοχείαν ζευγνσα.
Χα
ρε, δι' ς λύθη παράβασις,
χα
ρε, δι' ς νοίχθη παράδεισος.
Χα
ρε, κλες τς Χριστο βασιλείας,
χα
ρε, λπς γαθν αωνίων.
Χα
ρε, Νύμφη νύμφευτε.

Π
σα φύσις γγέλων,
κατεπλάγη τ
μέγα,
τ
ς σς νανθρωπήσεως ργον·
τ
ν πρόσιτον γρ ς Θεόν,
θεώρει πσι προσιτν νθρωπον,
μν μν συνδιάγοντα,
κούοντα δ παρ πάντων οτως·
λληλούια.

Ρήτορας πολυφθόγγους,
ς χθύας φώνους,
ρμεν π σο Θεοτόκε·
ποροσι γρ λέγειν,
τ
πς κα Παρθένος μένεις,
κα
τεκεν σχυσας·
μες δ τ μυστήριο ν θαυμάζοντες,
πιστ
ς βομεν·
Χα
ρε, σοφίας Θεο δοχεον,
χα
ρε, προνοίας ατο ταμεον.
Χα
ρε, φιλοσόφους σόφους δεικνύουσα,
χα
ρε, τεχνολόγους λόγους λέγχουσα.
Χα
ρε, τ μωράνθησαν ο δεινο συζητηταί,
χα
ρε, τι μαράνθησαν ο τν μύθων ποιηταί.
Χα
ρε, τν θηναίων τς πλοκς διασπσα,
χα
ρε, τν λιέων τς σαγήνας πληροσα.
Χα
ρε, βυθο γνοίας ξέλκουσα,
χα
ρε, πολλος ν γνώσει φωτίζουσα.
Χα
ρε, λκς τν θελόντων σωθναι,
χα
ρε, λιμν τν το βίου πλωτήρων.
Χα
ρε, Νύμφη νύμφευτε.

Σ
σαι θέλων τν κόσμον,
τν λων κοσμήτωρ,
πρ
ς τοτον ατεπάγγελτος λθε·
κα
ποιμν πάρχων ς Θεός,
δι'
μς φάνη καθ' μς νθρωπος·
μοί γρ τ μοιον καλέσας,
ς Θες κούει·
λληλούια.

Τε
χος ε τν παρθένων,
Θεοτόκε Παρθένε,
κα
πάντων τν ες σ προστρεχόντων.
γρ το ορανο κα τς γς,
κατεσκεύασέ σε ποιητής,
χραντε,
ο
κήσας ν τ μήτρα σου,
κα
πάντας σοι προσφωνεν διδάξας·
Χα
ρε, στήλη τς παρθενίας,
χα
ρε, πύλη τς σωτήριας.
Χα
ρε, ρχηγ νοητς ναπλάσεως,
χα
ρε, χορηγ θεϊκς γαθότητος.
Χα
ρε, σ γρ νεγέννησας τος συλληφθέντας ασχρς,
χα
ρε, σ γρ νουθέτησας τος συληθέντας τν νον.
Χα
ρε, τν φθορέα τν φρενν καταργοσα,
χα
ρε, τν σπορέα τς γνείας τεκοσα.
Χα
ρε, παστάς σπόρου νυμφεύσεως,
χα
ρε, πιστος Κυρί ρμόζουσα.
Χα
ρε, καλ κουροτρόφε παρθένων,
χα
ρε, ψυχν νυμφοστόλε γίων.
Χα
ρε, Νύμφη νύμφευτε.

μνος πας ττται,
συνεκτείνεσθαι σπεύδων,
τ
πλήθει τν πολλν οκτιρμν σου·
σαρίθμους γρ τ ψάμμ δάς,
ν προσφέρωμέν σοι, Βασιλε γιε,
ο
δν τελομεν ξιον,
ν δέδωκας μν τος σο βοσιν·
λληλούια.

Φωτοδόχον λαμπάδα,
το
ς ν σκότει φανεσαν,
ρμεν τν γίαν Παρθένον·
τ
γρ υλον πτουσα φς,
δηγε πρς γνσιν θεϊκν παντας,
α
γ τν νον φωτίζουσα,
κραυγ
δ τιμωμένη τατα·
Χα
ρε, κτς νοητο λίου,
χα
ρε, βολς το δύτου φέγγους.
Χα
ρε, στραπ τς ψυχς καταλάμπουσα,
χα
ρε, ς βροντ τος χθρος καταπλήττουσα.
Χα
ρε, τι τν πολύφωτον νατέλλεις φωτισμόν,
Χα
ρε, τι τν πολύρρυτον ναβλύζεις ποταμόν.
Χα
ρε, τς κολυμβήθρας ζωγραφοσα τν τύπον,
χα
ρε, τς μαρτίας ναιροσα τν ρύπον.
Χα
ρε, λουτρ κπλυνων συνείδησιν,
χα
ρε, κρατρ κιρνν γαλλίασιν.
Χα
ρε, σμ τς Χριστο εωδίας,
χα
ρε, ζω μυστικς εωχίας.
Χα
ρε, Νύμφη νύμφευτε.

Χάριν δο
ναι θελήσας,
φλημάτων ρχαίων,
πάντων χρεωλύτης νθρώπων,
πεδήμησε δι’αυτο,
πρ
ς τος ποδήμους τς ατο Χάριτος·
κα
σχίσας τ χειρόγραφον,
κούει παρ πάντων οτως·
λληλούια.

Ψάλλοντές σου τ
ν τόκον,
νυμνομέν σε πάντες,
ς μψυχον ναόν, Θεοτόκε.
ν τ σ γρ οκήσας γαστρί,
συνέχων πάντα τ χειρ Κύριος,
γίασεν, δόξασεν, δίδαξε βον σο πάντας·
Χα
ρε, σκην το Θεο κα Λόγου,
χα
ρε, γία γίων μείζων.
Χα
ρε, κιβωτ χρυσωθεσα τ Πνεύματι,
χα
ρε, θησαυρ τς ζως δαπάνητε.
Χα
ρε, τίμιον διάδημα βασιλέων εσεβν,
χα
ρε, καύχημα σεβάσμιον ερέων ελαβν.
Χα
ρε, τς κκλησίας σάλευτος πύργος,
χα
ρε, τς Βασιλείας τ πόρθητον τεχος.
Χα
ρε, δι' ς γείρονται τρόπαια,
χα
ρε, δι' ς χθρο καταπίπτουσι.
Χα
ρε, χρωτς το μο θεραπεία,
χα
ρε, ψυχς τς μς σωτηρία.
Χα
ρε, Νύμφη νύμφευτε.

 πανύμνητε Μτερ,
τεκοσα τν πάντων γίων,
γιώτατον Λόγον·
δεξαμένη γ
ρ τν νν προσφοράν,
π πάσης ρσαι συμφορς παντας,
κα
τς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως,
το
ς σο βοντας·
λληλούια.


πολυτίκιον
χος πλ. δ'.
Τ
προσταχθν μυστικς λαβν ν γνώσει, ν τ σκην το ωσφ σπουδ πέστη, σώματος λέγων τ πειρογάμω· κλίνας ν καταβάσει τος ορανούς, χωρεται ναλλοιώτως λος ν σοι· ν κα βλέπων ν μήτρ σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ξίσταμαι κραυγάζων σοι· Χαρε Νύμφη νύμφευτε.

Κοντ
άκιον
χος πλ. δ'.
Τ
περμάχ στρατηγ τ νικητήρια, ς λυτρωθεσα τν δεινν εχαριστήρια, ναγράφω σοι πόλις σου, Θεοτόκε· λλ' ς χουσα τ κράτος προσμάχητον, κ παντοίων με κινδύνων λευθέρωσον, να κράζω σοί· Χαρε Νύμφη νύμφευτε.

Μεγαλυν
άριον
μνοις ν αΰπνοις ο εσεβες, καθίστ στάσει, νυμνομεν πανευλαβς, τν πρς τν λαόν σου, θερμήν σου προστασίαν, Παρθένε Θεοτόκε, μν βοήθεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.