«Είπε δε ο Κύριος προς αυτούς: Λήψεσθε δύναμιν εξ ύψους, επελθόντος του αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς και έσεσθαί μου μάρτυρες εν τε Ιερουσαλήμ και εν πάση τη Ιουδαία και Σαμαρεία και έως εσχάτου της γης. Εξήγαγε δε αυτούς έξω έως εις Βηθανίαν και επάρας τας χείρας αυτού, ευλόγησεν αυτούς. και εγένετο εν τω ευλογείν αυτόν αυτούς, διέστη απ’ αυτών και ανεφέρετο εις τον ουρανόν… Βλεπόντων αυτών επήρθη και νεφέλη υπέλαβεν αυτόν από των οφθαλμών αυτών. Και ως ατενίζοντες ήσαν εις τον ουρανόν, πορευομένου αυτού, και ιδού άνδρες δύο παρειστήκεισαν αυτοίς εν εσθήτι λευκή, οί και είπον: Άνδρες Γαλιλαίοι, τί εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν; Ούτος ο Ιησούς, ο αναληφθείς αφ’ υμών εις τον ουρανόν, ούτως ελεύσεται πάλιν, ον τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν. Τότε υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ – μετά χαράς μεγάλης – από όρους του καλουμένου Ελαιώνος. Και ήσαν διαπαντός εν τω ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν».
Με αυτές τις αδρές γραμμές, ο ιερός ευαγγελιστής Λουκάς περιγράφει στο τέλος του Ευαγγελίου του και στην αρχή των Πράξεων των Αποστόλων , την τελευταία εμφάνισι του αναστάντος Κυρίου στους μαθητάς Του.1 Όπως στα δύο αυτά βιβλία του ιερού Λουκά, έτσι η ανάλυψις του Κυρίου κατακλείει την ιστορία του επί γης βίου του Χριστού και ανοίγει την ιστορία των μαθητών – της Εκκλησίας. Είναι με άλλα λόγια ο συνδετικός κρίκος, η μετάβασις από την μία φάσι του σωτηριώδους έργου του Θεού στην άλλη.
Το κλείσιμο της πρώτης σκηνής και το άνοιγμα της δευτέρας. Ακριβώς δε την τεσσαρακοστή από την ανάστασι ημέρα, αφού υμνήσαμε και δοξολογήσαμε μαζί με τους μαθητάς την δόξα του αναστάντος, αφού ζήσαμε επί 40 ημέρες στην χαρούμενη ατμόσφαιρα της παρουσίας Του, θα κληθούμε από την Εκκλησία να παραστούμε νοητά στο όρος των Ελαιών, για να αποχαιρετίσωμε τον απερχόμενο Σωτήρα.
Δεν ξεύρω αν όλοι οι ακροαταί μου βρέθηκαν ποτέ σε ώρα λατρείας κατά την ημέρα της Αναλήψεως ή και σε οποιαδήποτε άλλη λειτουργική σύναξι μέσα στον υπέρλαμπρο ναό της Μεγάλης Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης , την Αγία Σοφία. Τον μεγάλο τρούλλό της κοσμεί ένα θαυμαστό μωσαϊκό του Θ΄ αιώνος. Στο κέντρο, μέσα σε φωτεινή δόξα, κάθεται ο Χριστός υποβασταζόμενος από δύο αγγέλους. Γύρω – γύρω μέσα σε ένα καταπληκτικό για την μεγαλοπρέπειά του τοπίο οι δώδεκα απόστολοι με την Θεοτόκο στην μέση, βλέπουν με θάμβος προς τον ουρανό. Και δύο λευκοφόροι άγγελοι τους απευθύνουν τους λόγους των Πράξεων: «Άνδρες Γαλιλαίοι, τί εστήκατε εμβλέποντες εις τον ουρανόν»;2 Νομίζεις πως και όλοι οι πιστοί κάτω από τον μεγάλο θόλο βρίσκονται συναγμένοι μαζί με τους αποστόλους και απολαμβάνουν το υπερφυές θέαμα. Τον Χριστό αναλαμβανόμενο, αλλά και διαρκώς μη χωριζόμενο. Διαρκώς βλέποντα από το βάθος του ουρανού μέσα στην αστραφτερή ολόχρυση δόξα Του και αδιάκοπα επαίροντα τα χέρια Του και ευλογούντα τους αποστόλους , την Εκκλησία Του. Και στην στάσι, στην έκφρασι, στις κινήσεις των αποστόλων του ψηφιδωτού, διακρίνει κανείς όλα τα ανάμικτα αισθήματα που ένοιωσαν εκείνοι κατά την μεγάλη εκείνη στιγμή, αλλά και όλα τα αισθήματα που πλημμυρίζουν τις καρδιές των πιστών που βλέπουν την δόξα του αναλαμβανομένου. Γιατί ακριβώς η ανάληψις είναι το γεγονός – και η εορτή – των μεγάλων συναισθημάτων , της ποικιλίας των αντιθέσεων. Έτσι ακριβώς την βλέπει και η Εκκλησία στην ακολουθία της εορτής.
Και πρώτα κυριαρχεί ο τόνος της χαράς, της δόξης, του θριάμβου. Ο Κύριος τελειώνει το έργο της οικονομίας. Υψώνεται σαν νικητής και θριαμβευτής επάνω από την γη που έσωσε, ο Πατήρ τον υποδέχεται, οι άγγελοι και οι άνθρωποι δοξολογούν τον νικητή, τον θριαμβευτή, τον Σωτήρα. Τον τόνο αυτόν της χαράς για την ένδοξο ανάληψι εκφράζει το πρώτο τροπάριο της εορτής , το πρώτο στιχηρό του εσπερινού, του πλ. β΄ ήχου:
«Ο Κύριος ανελήφθη εις ουρανούς,
ίνα πέμψη τον Παράκλητον τω κόσμω.
Οι ουρανοί ητοίμασαν τον θρόνον αυτού,
νεφέλαι την επίβασιν αυτού.
Άγγελοι θαυμάζουσιν,
άνθρωπον ορώντες υπεράνω αυτών.
Ο Πατήρ εκδέχεται,
όν εν κόλποις έχει συναΐδιον.
Το Πνεύμα το άγιον
κελεύει πάσι τοις αγγέλοις αυτού˙
Άρατε πύλας, οι άρχοντες ημών.
Πάντα τα έθνη, κροτήσατε χείρας˙
ότι ανέβη Χριστός, όπου ήν το πρότερον».
Η χαρά όμως αυτή δεν είναι μόνο χαρά για την δόξα του Χριστού. Αλλά και χαρά για την σωτηρία του ανθρώπου. Γιατί ο Κύριος, ανεβαίνοντας στους ουρανούς, ανεβαίνει μαζί με το σώμα Του το ανθρώπινο, με την θεωθείσαν σάρκα. Αυτήν ανεβάζει στον ουρανό και συγκαθίζει στα δεξιά του θρόνου του Θεού. Και έτσι γίνεται πρωτοπόρος του ανθρωπίνου γένους στην δόξα του ουρανού, όπως με την ανάστασί Του έγινε πρωτότοκος των νεκρών. Στους ώμους Του πήρε την πλανηθείσα ανθρωπίνη φύσι και αναληφθείς, την εθέωσε και «τω Θεώ και Πατρί προσήγαγε». Τον θρίαμβο αυτόν του ανθρώπου ψάλλει το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού του πλ. β΄ ήχου:
«Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ,
Κύριος εν φωνή σάλπιγγος,
του ανυψώσαι την πεσούσαν εικόνα του Αδάμ
και αποστείλαι Πνεύμα Παράκλητον,
του αγιάσαι τας ψυχάς ημών».
Η χαρά όμως για την δόξα του Χριστού συγκιρνάται με την λύπη για τον χωρισμό. Και τον θρήνο αυτόν των μαθητών παραστατικά ζωγραφεί το τέταρτο στιχηρό του εσπερινού του πλ. β΄ ήχου:
«Κύριε, οι απόστολοι ως είδόν σε
εν νεφέλαις επαιρόμενον,
οδυρμοίς δακρύων, ζωοδότα Χριστέ,
κατηφείας πληρούμενοι, θρηνούντες έλεγον˙
Δέσποτα, μη εάσης ημάς ορφανούς,
ούς δι’ οίκτον ηγάπησας δούλους σου,
ως εύσπλαγχνος˙
άλλ’ απόστειλον το πανάγιόν σου Πνεύμα,
φωταγωγούν τας ψυχάς ημών».
Χαρά, λύπη , αλλά και ελπίδα. Ελπίδα ότι ο Κύριος δεν θα αφήση ορφανούς τους αποστόλους και την Εκκλησία. Θα στείλη το υπεσχημένο Πνεύμα, τον Παράκλητο, για να μένη μαζί τους και μαζί μας, κατά την επαγγελία Του, μέχρι της συντελείας του αιώνος. Ότι την ένδοξο ανάληψι θα ακολουθήση η δυναμική παρουσία του Χριστού στον κόσμο, όπως ψάλλει το πρώτο τροπάριο της λιτής του α΄ ήχου:
«Ανελθών εις ουρανούς,
όθεν και κατήλθες,
μη εάσης ημάς ορφανούς , Κύριε˙
ελθέτω σου το Πνεύμα,
φέρον ειρήνην τω κόσμω.
Δείξον τοις υιοίς των ανθρώπων
έργα δυνάμεώς σου, Κύριε φιλάνθρωπε».
Είναι ένα μυστήριο η εορτή της Αναλήψεως. Μυστήριο, που το ζή η Εκκλησία όχι μόνο κατά την ημέρα που τελούμε την ανάμνησί του, αλλά καθημερινώς, σε κάθε στιγμή της υπάρξεώς της. Που το ζή και κάθε πιστός στις ώρες που στρέφει τα μάτια του στον ουρανό, αναζητώντας τον Σωτήρα του. Τον βλέπει ανερχόμενον εις τον ουρανόν, καθήμενον εκ δεξιών του Πατρός στην δόξα της Θεότητος, όπως τον είδε ο πρωτομάρτυς Στέφανος.3 Αισθάνεται τα χέρια Του επαιρόμενα να τον ευλογούν και τους λόγους Του να τον καθησυχάζουν. Τον ακούει να του ομιλή για την παράκλησι, για την παρηγορία του Παρακλήτου και για την εξ ύψους βοήθεια και να τον βεβαιώνη ότι πάντοτε είναι και θα είναι μαζί του μέχρι της συντελείας του αιώνος. Παίρνει δύναμι και θάρρος αισθανόμενος την διαρκή παρουσία Του, την θαλπωρή της χάριτος του αγίου Πνεύματος. Και αποδύεται στον αγώνα της ζωής, πατώντας στην γη, αλλά ζητώντας τα άνω, φρονώντας τα άνω, έχοντας τον δείκτη του προσανατολισμού του εστραμμένον προς τον ουρανό, όπου ο Χριστός «εστι εν δεξιά του Θεού καθήμενος», κατά τον απόστολο Παύλο4 . Είναι ήδη πολίτης των ουρανών, αφού η κεφαλή του , ο Χριστός , βρίσκεται στους ουρανούς.
(30 Μαΐου 1970)
Υ Π Ο Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
1. Λουκ. 24, 44 – 53. Πραξ. 1, 1 – 14.
2. Πραξ. 1, 11.
3. Πραξ. 7, 56.
4. Κολος. 3, 1.
(Από το βιβλίο Λογική Λατρεία, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1984).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.