Οι δύο Μητέρες...
Μ’ αργό το βήμα η Παναγιά,
μ’ αμέτρητο τον πόνο,
την νύχτα από τον Γολγοθά κατέβαινε με μόνο
την νύχτα από τον Γολγοθά κατέβαινε με μόνο
τον Ιωάννη πλάι της
μες στο σκοτάδι εκείνο
κι οι πέτρες ανατρίχιαζαν στον μυστικό της
θρήνο.
Γύρω, τριγύρω σιγαλιά,
βουβός είναι ο δρόμος.
Θαρρείς τον κόσμο νέκρωσε κάποιος μεγάλος τρόμος.
Κι όσο βαδίζουν σαν σκιές
Θαρρείς τον κόσμο νέκρωσε κάποιος μεγάλος τρόμος.
Κι όσο βαδίζουν σαν σκιές
στ’ άχαρα εκείνα μέρη,
μοιρολόγια λέει η Παναγιά, τα πιο όμορφα που ξέρει.
μοιρολόγια λέει η Παναγιά, τα πιο όμορφα που ξέρει.
Κι ο αντίλαλος,
απ’ όπου κι αν διαβαίνει
κάθε λουλούδι τρυφερό, που βρίσκεται μαραίνει.
Πώς να μην κλάψει που ΄γινε
κάθε λουλούδι τρυφερό, που βρίσκεται μαραίνει.
Πώς να μην κλάψει που ΄γινε
γι’ αυτήν σκοτάδι η μέρα;
Κι αν είναι Αυτός θεάνθρωπος, εκείνη είναι μητέρα.
Κι αν είναι Αυτός θεάνθρωπος, εκείνη είναι μητέρα.
Και να που ακόμη μια φωνή
την ερημιά ταράζει.
Αχ, τι φωνή λυπητερή. Ποιός και γιατί στενάζει;
Ποιος σαν Αυτήν άλλος πονεί
Αχ, τι φωνή λυπητερή. Ποιός και γιατί στενάζει;
Ποιος σαν Αυτήν άλλος πονεί
και μοιρολόγια λέει;
Μη του παιδιού της το χαμό κι άλλη μανούλα κλαίει;
Μη του παιδιού της το χαμό κι άλλη μανούλα κλαίει;
Ναι, κάποια μάνα είναι αυτή,
που μονάχη στην άκρη,
που μονάχη στην άκρη,
απαρηγόρητα θρηνεί και χύνει μαύρο
δάκρυ.
Και τούτη σαν τη Μαριάμ,
Και τούτη σαν τη Μαριάμ,
τον γιο της έχει χάσει
και δεν μπορεί τέτοιο κακό ποτέ να το ξεχάσει.
και δεν μπορεί τέτοιο κακό ποτέ να το ξεχάσει.
Η Μαριάμ τον Ιησού
τον είδε σταυρωμένο
και τούτη είδε τον γιόκα της στο δέντρο κρεμασμένο
και τούτη είδε τον γιόκα της στο δέντρο κρεμασμένο
Και κλαίει, μα το κλάμα της
δεν συγκινεί κανένα.
Νιώθει όμως τον πόνο της, η Παναγιά η Παρθένα.
Που την ακούει τραβά
Νιώθει όμως τον πόνο της, η Παναγιά η Παρθένα.
Που την ακούει τραβά
και πάει να την γνωρίσει,
λόγια αγάπης να της πει, να την παρηγορήσει.
λόγια αγάπης να της πει, να την παρηγορήσει.
Μ’ ένα γλυκό χαμόγελο,
συμπόνοια γεμάτο,
μάνα της κράζει, δύστυχη μη σέρνεσαι ‘δω κάτω!
Δεν είσαι μόνη που έχασες
μάνα της κράζει, δύστυχη μη σέρνεσαι ‘δω κάτω!
Δεν είσαι μόνη που έχασες
το φως το των ματιών σου
Είμαι κι εγώ, μην δέρνεσαι ποιος ήταν πες μου ο γιος σου;
Είμαι κι εγώ, μην δέρνεσαι ποιος ήταν πες μου ο γιος σου;
Και αυτή δειλά, σαν ένοχος της απαντά:
Αδελφή μου,
Αδελφή μου,
Ιούδας ονομάζεται το σπλάχνο, το παιδί
μου.
Μόνο μια μάνα, μόνο αυτή,
Μόνο μια μάνα, μόνο αυτή,
σ’ όλο τον κόσμο ξέρει
Ποιο κοφτερό νιώθει βαθιά, στα σπλάχνα της μαχαίρι.
Ποιο κοφτερό νιώθει βαθιά, στα σπλάχνα της μαχαίρι.
Στους πέντε δρόμους ρίχτηκα,
παιδί μου σαν ζητιάνα.
Αχ κάλλιο να μην έσωνα, Θεέ μου, να γίνω μάνα.
Η Παναγιά κατάλαβε,
Αχ κάλλιο να μην έσωνα, Θεέ μου, να γίνω μάνα.
Η Παναγιά κατάλαβε,
τον γιο της τον γνωρίζει,
μα σαν μητέρα του Χριστού, δεν φεύγει, δεν γογγύζει.
μα σαν μητέρα του Χριστού, δεν φεύγει, δεν γογγύζει.
Τον ιδικό της τον καημό
ξεχνά την ώρα εκείνη
Και για τη μάνα τώρα αυτή, τα δάκρυά της χύνει.
Σκύβει και την ασπάζεται,
Και για τη μάνα τώρα αυτή, τα δάκρυά της χύνει.
Σκύβει και την ασπάζεται,
χαϊδεύει τα μαλλιά της
και την κρατάει με στοργή πιστά στην αγκαλιά της.
και την κρατάει με στοργή πιστά στην αγκαλιά της.
Της λέει λόγια της καρδιάς
και την γλυκομερώνει.
Της δίνει θάρρος, δύναμη κι απάνω την σηκώνει.
Έλα και μείνε σπίτι μου, την νύχτα να περάσεις,
εκεί κι οι δυο τον πόνο μας, τον μητρικό να πούμε,
το δάκρυ μας να σμίξουμε και να προσευχηθούμε.
Της δίνει θάρρος, δύναμη κι απάνω την σηκώνει.
Έλα και μείνε σπίτι μου, την νύχτα να περάσεις,
εκεί κι οι δυο τον πόνο μας, τον μητρικό να πούμε,
το δάκρυ μας να σμίξουμε και να προσευχηθούμε.
Η μια στης άλλης το πλευρό,
σκυφτές συλλογισμένες,
οι δυο μανάδες περπατούν αδελφαγκαλιασμένες.
Ο Ιησούς,
οι δυο μανάδες περπατούν αδελφαγκαλιασμένες.
Ο Ιησούς,
που στον Γολγοθά κρεμάται,
έδωσε τέτοιαν εντολή: Αλλήλους ν΄
Αγαπάτε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.