Είπα σε κάποιον μιά
φορά: «Τί είσαι εσύ; Μαχητής του Χριστού ή μαχητής τού πειρασμού; Ξέρεις πώς
υπάρχουν και μαχητές τού πειρασμού;». Ό Χριστιανός δέν πρέπει νά είναι
φανατικός, άλλα νά έχη αγάπη γιά όλους τους ανθρώπους. Όποιος πετάει λόγια
αδιάκριτα, και σωστά νά είναι, κάνει κακό. Γνώρισα έναν συγγραφέα πού είχε
ευλάβεια πολλή, άλλα μιλούσε στους κοσμικούς. μέ μιά γλώσσα ωμή, πού προχωρούσε
όμως σε βάθος, και τους τράνταζε. Μιά φορά μου λέει: «Σε μιά συγκέντρωση είπα
αυτό και αυτό σέ μιά κυρία». Άλλα μέ τον τρόπο πού της τό είπε, την είχε
σακατέψει. Την πρόσβαλε μπροστά σέ όλους. «Κοίταξε, τού λέω, εσύ πετάς στους
άλλους χρυσά στεφάνια μέ διαμαντόπετρες, έτσι όμως πού τά πετάς, σακατεύεις
κεφάλια, Όχι μόνον ευαίσθητα άλλα καί γερά». Ας μην πετροβολάμε τους
ανθρώπους... χριστιανικά. Όποιος ελέγχει
μπροστά σέ άλλους κάποιον πού αμάρτησε ή μιλάει μέ εμπάθεια γιά κάποιο πρόσωπο,
αυτός δέν κινείται άπό τό Πνεύμα τού Θεού· κινείται άπό άλλο πνεύμα. Ό τρόπος
της Εκκλησίας είναι ή αγάπη- διαφέρει άπό τόν τρόπο των νομικών. Ή Εκκλησία
βλέπει τά πάντα μέ μακροθυμία και κοιτάζει νά βοηθήση τόν καθέναν, ο,τι καί άν
έχη κάνει, όσο αμαρτωλός καί άν είναι. Βλέπω σέ μερικούς ευλαβείς ένα είδος
παράξενης λογικής.
Καλή είναι ή ευλάβεια
πού έχουν, καλή καί ή διάθεση γιά τό καλό, άλλα χρειάζεται καί ή πνευματική
διάκριση καί ευρύτητα, γιά νά μή συνοδεύη την ευλάβεια ή στενοκεφαλιά, ή
γεροκεφαλιά (τό γερό δηλαδή αρβανίτικο κεφάλι). Όλη ή βάση είναι νά έχη κανείς
πνευματική κατάσταση, γιά νά έχη τήν πνευματική διάκριση, γιατί αλλιώς μένει
στο «γράμμα τον νόμου», καί τό «γράμμα του νόμου άποκτείνει».
Αυτός πού έχει
ταπείνωση, δεν κάνει ποτέ τόν δάσκαλο· ακούει καί, όταν τού ζητηθη ή γνώμη του,
μιλάει ταπεινά. Ποτέ δέν λέει «εγώ», άλλα «ό λογισμός μού λέει» ή «οί Πατέρες
είπαν». Μιλάει δηλαδή σάν μαθητής. Όποιος νομίζει ότι είναι ικανός νά διορθώνη
τους άλλους έχει πολύ εγωισμό. - Όταν, Γέροντα, ξεκινάη κανείς άπό καλή διάθεση
νά κάνη κάτι καί φθάνη στά άκρα, λείπει ή διάκριση; - Είναι ό εγωισμός μέσα
στην ενέργεια του αυτή καί δέν το καταλαβαίνει, γιατί δέν γνωρίζει τόν εαυτό
του, γι' αυτό πιάνει τα άκρα. Πολλές φορές από ευλάβεια ξεκινούν μερικοί, αλλά
που φθάνουν! Οπως οι είκονολάτρες και οι εικονομάχοι. Άκρη το ένα, άκρη το
άλλο! Οι μέν έφθασαν στο σημείο νά ξύνουν την εικόνα του Χρίστου και νά ρίχνουν
την σκόνη μέσα στό Άγιο Ποτήριο, γιά νά γίνη καλύτερη ή Θεία Κοινωνία· οι άλλοι
πάλι έκαιγαν τις εικόνες, τίς πετούσαν... Γι’ αυτό ή Εκκλησία αναγκάσθηκε νά
βάλη ψηλά τις εικόνες καί, όταν πέρασε ή διαμάχη, τίς κατέβασε χαμηλά, γιά νά
τίς προσκυνούμε καί νά απονέμουμε τιμή στά εικονιζόμενα πρόσωπα.
«Ὄτι κάνουμε νά τό κάνουμε γιά τον
Θεό »
- Γέροντα, συνήθως
κινούμαι άπό φόβο νά μή στενοχωρήσω τους άλλους ή νά μήν ξεπέσω στά μάτια τους·
δέν σκέφτομαι νά μή στενοχωρήσω τόν Θεό. Πώς θά αύξηθή ό φόβος του Θεού;
- Εγρήγορση
χρειάζεται. Ό,τι κάνει ό άνθρωπος, νά τό κάνη γιά τόν Θεό. Ξεχνάμε τόν Θεό καί
μπαίνει μετά ό λογισμός ότι κάνουμε κάτι σπουδαίο, μπαίνει καί ή άνθρωπαρέσκεια
καί κοιτάμε νά μήν ξεπέσουμε στά μάτια τών ανθρώπων. Ένώ, αν ενεργή κανείς μέ
τήν σκέψη ότι ό Θεός τόν βλέπει, τόν παρακολουθεί, τότε ο,τι κάνει είναι
σίγουρο· αλλιώς, άν κάνη κάτι, γιά νά φανή καλός στους ανθρώπους, όλα τά χάνει,
όλα χαραμίζονται.
Γιά κάθε ενέργεια του
ό άνθρωπος πρέπει νά ρωτάη τόν εαυτό του: «Καλά, εμένα αυτό πού κάνω μέ
αναπαύει· τόν Θεό Τόν αναπαύει;» καί νά έξετάζη άν είναι εύάρεστο στον Θεό. Άν
ξεχνάη νά τό κάνη αυτό, ξεχνάει καί τόν Θεό μετά.
Γι' αυτό παλιά έλεγαν
«προς Θεού» ή «τόν αθεόφοβο, δέν φοβάται τόν Θεό;». Η έλεγαν: «Άν θέλη ό Θεός,
άν έπιτρέψη ό Θεός». Ενιωθαν τήν παρουσία τού Θεού παντου, είχαν συνέχεια
μπροστά τους τον Θεό και πρόσεχαν. Ζούσαν αυτό πού λέει ό Ψαλμός, «Προωρώμην
τον Κύριον ενώπιον μου διαπαντός, ϊνα μη σαλευθώ»[2] και δεν σαλεύονταν. Τώρα,
βλέπεις, μπαίνει σιγά-σιγά τό ευρωπαϊκό τυπικό και πολλοί δεν κάνουν τό στραβό
από ευγένεια κοσμική. Ότι κάνει κανείς, να τό κάνη καθαρό για τόν Χριστό, νά
εχη τόν νου του ότι ό Χριστός τόν βλέπει, τόν παρακολουθεί· σε κάθε του κίνηση
κέντρο νά είναι ό Χριστός.
Νά μην εχη τό
ανθρώπινο στοιχείο μέσα του. Αν κινούμαστε μέ σκοπό νά αρέσουμε στους
ανθρώπους, αυτό δεν μάς ωφελεί σε τίποτε. Χρειάζεται πολλή προσοχή. Πάντοτε νά
εξετάζω τά ελατήρια άπό τά όποια κινούμαι καί, μόλις αντιληφθώ ότι κινούμαι άπό
άνθρωπαρέσκεια, νά την χτυπώ αμέσως. Γιατί, όταν πάω νά κάνω ένα καλό καί
μπαίνη στην μέση ή άνθρωπαρέσκεια, ε, τότε βγάζω νερό άπό τό πηγάδι μέ τρύπιο
κουβά. Τους περισσότερους πειρασμούς συχνά τους δημιουργεί ό ίδιος ό εαυτός
μας, όταν έχουμε τόν εαυτό μας μέσα στην συνεργασία μας μέ τους άλλους. Όταν
δηλαδή κινούμαστε άπό ιδιοτέλεια, θέλουμε νά εξυψώνουμε τόν εαυτό μας καί
επιδιώκουμε τήν προσωπική μας ικανοποίηση.
Στον Ουρανό δεν
ανεβαίνει κανείς μέ τό κοσμικό ανέβασμα άλλα μέ τό πνευματικό κατέβασμα. Όποιος
βαδίζει χαμηλά, βαδίζει πάντα μέ σιγουριά καί ποτέ δέν πέφτει. Γι' αυτό, όσο
μπορούμε, νά ξερριζώνουμε τήν κοσμική προβολή καί τήν κοσμική επιτυχία, ή οποία
είναι πνευματική αποτυχία. Νά σιχαινώμαστε τόν κρυφό καί φανερό εγωισμό καί τήν
άνθρωπαρέσκεια, γιά νά αγαπήσουμε ειλικρινά τόν Χριστό.
Τήν εποχή μας δέν τήν
χαρακτηρίζει τό αθόρυβο άλλα τό εντυπωσιακό, τό κούφιο. Ή πνευματική ζωή όμως
είναι αθόρυβη. Καλά είναι νά κάνουμε αυτά πού είναι γιά τά μέτρα μας σωστά
άθόρυβα, χωρίς επιδιώξεις πάνω από τις δυνάμεις μας, γιατί αλλιώς θά εΐναι εις
βάρος της ψυχής μας και του σώματος, και συχνά εις βάρος και τής Εκκλησίας. Μέσα
στην γνήσια ευαρέστηση του πλησίον μας υπάρχει και ή ευαρέστηση στον Χριστό.
Εκεί χρειάζεται νά προσέξη κανείς, πώς νά έξαγνίση τήν ευαρέστηση προς τόν
πλησίον, νά βγάλη δηλαδή τήν άνθρωπαρέσκεια, γιά νά πάη και αυτή ή ανθρώπινη
προσφορά στον Χριστό.
Όταν προσπαθή κάποιος
νά τοποθέτηση τά εκκλησιαστικά θέματα δήθεν μέ ορθόδοξο τρόπο, και ό σκοπός του
εΐναι νά τοποθέτηση καλύτερα τόν εαυτό του, άποβλέπη δηλαδή στο συμφέρον του,
πώς θά εύλογηθή άπό τόν Θεό; Όσο μπορεί κανείς νά κάνη τήν ζωή του τέτοια πού
νά συγγενεύη μέ τόν Θεό. Πάντα νά έλέγχη τόν εαυτό του και νά κοιτάζη πώς νά
κάνη τό θέλημα τού Θεού. Όταν κάνη τό θέλημα του Θεού, τότε συγγενεύει μέ τόν
Θεό, και τότε, χωρίς νά ζητάη άπό τόν Θεό, λαμβάνει· δέχεται συνέχεια νερό άπό
τήν πηγή.
1. Βλ. Β ' Κορ. 3, 6.
2. Βλ. Ψαλμ. 15, 8.
Απόσπασμα από την
σελίδα 78 -82 του βιβλίου
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΛΟΓΟΙ
Β΄ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.