ΛΟΓΟΣ
ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
Περὶ κενοδοξίας
ΜΕΡΙΚΟΙ
συνηθίζουν, ὅταν ὁμιλοῦν περὶ τῶν παθῶν καὶ τῶν λογισμῶν, νὰ κατατάσσουν τὴν
κενοδοξία σὲ ἰδιαίτερη τάξι, χωριστὰ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Γι᾿ αὐτὸ καὶ λέγουν
ὅτι εἶναι ὀκτὼ οἱ πρῶτοι καὶ κυρίαρχοι πονηροὶ λογισμοί. Ἀντιθέτως ὁ Θεολόγος
Γρηγόριος καὶ ἄλλοι ἀπὸ τοὺς διδασκάλους τοὺς ἐμέτρησαν ἑπτά. Σ᾿ αὐτοὺς
περισσότερο πείθομαι καὶ ἐγώ· διότι ποιὸς μπορεῖ νὰ ἔχη ὑπερηφάνεια, ἀφοῦ
ἐνίκησε τὴν κενοδοξία; Τόση δὲ μόνο διαφορὰ ἔχουν μεταξύ τους, ὅση ἔχει ἐκ
φύσεως τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸν ἄνδρα καὶ τὸ σιτάρι ἀπὸ τὸν ἄρτο. Τὸ πρῶτο δηλαδὴ εἶναι
ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ δεύτερο τὸ τέλος. Τώρα λοιπὸν ποὺ τὸ καλεῖ ἡ περίστασις ἂς
ὁμιλήσωμε μὲ συντομία γιὰ τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν ὁλοκλήρωσι τῶν παθῶν, δηλαδὴ τὴν
ἀνόσιο οἴησι. Λέγω μὲ συντομία, διότι ὅποιος ἐπιχειρεῖ νὰ φιλοσοφήση γι᾿ αὐτὴν
εἰς μῆκος, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ ματαιοπονεῖ προσπαθώντας νὰ ζυγίση τοὺς
ἀνέμους.
Ἡ
κενοδοξία εἶναι
ὡς πρὸς μὲν
τὴν μορφή, μεταβολὴ τῆς
φυσικῆς τάξεως καὶ διαστροφὴ τῶν
καλῶν ἠθῶν καὶ παρατήρησις παντὸς ἀξιομέμπτου
πράγματος. Ὡς
πρὸς δὲ
τὴν ποιότητα, σκορπισμὸς τῶν
καμάτων, ἀπώλεια
τῶν ἱδρώτων,
δόλιος κλέπτης τοῦ
θησαυροῦ, ἀπόγονος
τῆς ἀπιστίας,
πρόδρομος τῆς
ὑπερηφανείας, ναυάγιο μέσα στὸ λιμάνι, μυρμήγκι στὸ ἁλώνι,
ποὺ εἶναι
μὲν μικρό, ἀλλὰ
ἀπειλεῖ νὰ
κλέψῃ ἀθόρυβα
ὅλον τὸν καρπὸ καὶ
τὸν κόπο τοῦ γεωργοῦ.
Τὸ μυρμήγκι περιμένει νὰ γίνη τὸ σιτάρι, καὶ ἡ κενοδοξία νὰ συναχθῆ ὁ πνευματικὸς πλοῦτος. Καὶ τὸ μὲν μυρμήγκι τρέχει γιὰ νὰ κλέψη· ἡ δὲ κενοδοξία χαίρεται γιατί θὰ διασκορπίση. Τὸ πνεῦμα τῆς ἀπογνώσεως χαίρεται, ὅταν βλέπη νὰ πληθύνεται ἡ κακία, ἐνῷ τὸ πνεῦμα τῆς κενοδοξίας χαίρεται, ὅταν βλέπη νὰ πληθύνεται ἡ ἀρετή. Εἴσοδος γιὰ τὸ πρῶτο εἶναι τὰ πλήθη τῶν τραυμάτων, ἐνῷ γιὰ τὸ δεύτερο ὁ πλοῦτος τῶν καμάτων.
Παρατήρησε καὶ θὰ ἰδῆς ὅτι αὐτὴ ἡ ἀνόσιος, δηλαδὴ ἡ κενοδοξία, εἶναι ἀκμαία καὶ μέχρι τοῦ τάφου. Θὰ τὴν ἰδῆς στὰ ροῦχα καὶ στὰ μύρα καὶ στὴν νεκρικὴ πομπὴ καὶ στὰ ἀρώματα καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα.
Παντοῦ λάμπει ὁ ἥλιος
ἄφθονα, καὶ παντοῦ σὲ
κάθε ἔργο χαίρεται ἡ κενοδοξία. Π. χ. ὅταν νηστεύω, κενοδοξῶ, ἀλλὰ καὶ
ὅταν καταλύω γιὰ νὰ
μὴ φανῆ ἡ
ἀρετή μου, πάλι κενοδοξῶ μὲ
τὴν ἰδέα
ὅτι εἶμαι συνετός. Ὅταν φορῶ λαμπρὰ ροῦχα
νικῶμαι ἀπ᾿
αὐτήν, ἀλλὰ
καὶ ὅταν
τὰ ἀντικαταστήσω
μὲ ταπεινὰ πάλι κενοδοξῶ. Ὅταν
ὁμιλῶ
νικῶμαι, ἀλλὰ
καὶ ὅταν
σιωπῶ πάλι νικῶμαι. Ὅπως καὶ ἂν
τὴν ρίξεις αὐτὴ
τὴν τρίβολο ἄκανθα, ἵσταται ὄρθιο τὸ κεντρί της.
Ὁ
κενόδοξος δείχνει ὅτι
εἶναι πιστός, ἐνῷ
εἶναι εἰδωλολάτρης. Φαινομενικὰ μὲν
σέβεται τὸν
Θεόν, ἀλλὰ
στὴν πραγματικότητα ἐπιζητεῖ νὰ
ἀρέση στοὺς ἀνθρώπους
καὶ ὄχι
στὸν Θεόν. Κενόδοξος εἶναι κάθε ἐπιδεικτικὸς ἄνθρωπος.
Τοῦ κενοδόξου ἡ νηστεία εἶναι χωρὶς μισθὸ καὶ
ἡ προσευχὴ ἄκαιρη
καὶ ἄστοχη.
Διότι καὶ τὰ
δυὸ τὰ
κάνει γιὰ τὸν
ἀνθρώπινο ἔπαινο. Ὁ κενόδοξος ἀσκητὴς εἶναι
διπλὰ ἀδικημένος,
ἀφοῦ
καὶ τὸ
σῶμα του τὸ τυραννεῖ, καὶ μισθὸ δὲν
παίρνει.
Ἀποκρύπτει
πολλὲς φορὲς ὁ
Θεὸς ἀπὸ τὰ
μάτια μας καὶ
τὰ καλὰ ποὺ
ἔχομε ἀποκτήσει. Ἦλθε ὅμως αὐτὸς
ποὺ συνηθίζει νὰ ἐπαινῆ, ἢ
μᾶλλον νὰ πλανᾶ, καὶ μὲ
τοὺς ἐπαίνους
μᾶς ἄνοιξε
τὰ μάτια. Καὶ μόλις αὐτὰ
ἄνοιξαν, ἐξαφανίσθηκε ἀπὸ
μέσα μας ὁ
πνευματικὸς
πλοῦτος.
Ἐκεῖνος ποὺ κολακεύει εἶναι ὑπηρέτης τῶν δαιμόνων, ὁδηγὸς πρὸς τὴν ὑπερηφάνεια, ἐξολοθρευτὴς τῆς κατανύξεως, ἀφανιστὴς τῶν καλῶν ἔργων, ἀποπλανητὴς ἀπὸ τὸ σωστὸ δρόμο. «Οἱ μακαρίζοντες ὑμᾶς, λέγει ὁ προφήτης, πλανῶσιν ὑμᾶς» (Ἡσ. γ´ 12
Ἐκεῖνος ποὺ κολακεύει εἶναι ὑπηρέτης τῶν δαιμόνων, ὁδηγὸς πρὸς τὴν ὑπερηφάνεια, ἐξολοθρευτὴς τῆς κατανύξεως, ἀφανιστὴς τῶν καλῶν ἔργων, ἀποπλανητὴς ἀπὸ τὸ σωστὸ δρόμο. «Οἱ μακαρίζοντες ὑμᾶς, λέγει ὁ προφήτης, πλανῶσιν ὑμᾶς» (Ἡσ. γ´ 12
Ἴδιον
τῶν προχωρημένων στὴν ἀρετὴ εἶναι
νὰ ὑπομένουν
γενναῖα καὶ εὐχάριστα
τὶς ὕβρεις.
Ἴδιον ὅμως τῶν ἁγίων
καὶ τῶν
ὁσίων εἶναι νὰ παρέρχωνται ἀβλαβῶς τοὺς ἐπαίνους.
Εἶναι μεγάλο πράγμα τὸ νὰ
ἀποδιώξης ἀπὸ
τὴν ψυχή σου τὸν ἔπαινο
τῶν ἀνθρώπων.
Μεγαλύτερο ὅμως
εἶναι τὸ νὰ
ἀποδιώξης τὸν ἔπαινο
τῶν δαιμόνων.
Δὲν ἔδειξε ταπεινοφροσύνη αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἐξευτέλισε τὸν ἑαυτό του· γιατί πῶς δὲν θὰ σηκώση κανεὶς τὰ ἰδικά του λόγια; ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐξυβρίσθη ἀπὸ ἄλλον καὶ παρὰ ταῦτα δὲν ἐλάττωσε ἀπέναντί του τὴν ἀγάπη του.
Δὲν ἔδειξε ταπεινοφροσύνη αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἐξευτέλισε τὸν ἑαυτό του· γιατί πῶς δὲν θὰ σηκώση κανεὶς τὰ ἰδικά του λόγια; ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἐξυβρίσθη ἀπὸ ἄλλον καὶ παρὰ ταῦτα δὲν ἐλάττωσε ἀπέναντί του τὴν ἀγάπη του.
Ἐπεσήμανα
τὸν δαίμονα τῆς κενοδοξίας νὰ σπείρη λογισμοὺς σὲ
κάποιον ἀδελφό, καὶ συγχρόνως νὰ τοὺς
φανερώνη αὐτοὺς καὶ σ᾿
ἕναν ἄλλο. Καὶ ἐν
συνεχείᾳ νὰ
κάνη τὸν δεύτερο νὰ ἀποκαλύψῃ στὸν
πρῶτο τὰ μυστικὰ τῆς
καρδιᾶς του, ὥστε αὐτὸς
νὰ τὸν
μακαρίζη ὡς
προορατικό. Μερικὲς
φορὲς ὁ
ἀνόσιος δαίμων τῆς κενοδοξίας ἐγγίζει καὶ στὰ
μέλη τοῦ σώματος καὶ προξενεῖ διάφορες κινήσεις καὶ παλμούς.
Τὶς ἐπισκέψεις
τῶν κοσμικῶν στὴν Μονὴ τὶς
ἀντιλαμβάνεται πρώτη ἡ κενοδοξία καὶ προτρέπει τοὺς πιὸ ἐλαφροὺς μοναχοὺς νὰ
ἐξέλθουν νὰ ὑποδεχθοῦν τοὺς ἐρχομένους.
Τοὺς κάνει νὰ πέφτουν στὰ πόδια τους, καὶ ἔτσι
φορεῖ τὸ
προσωπεῖο τῆς
ταπεινοφροσύνης αὐτὴ ποὺ
ξεχειλίζει ἀπὸ ὑπερηφάνεια.
Κάνει συνεσταλμένο καὶ
ταπεινὸ τὸν
τρόπο τῆς συμπεριφορὰς καὶ τὸν
τόνο τῆς φωνῆς καὶ κοιτάζει στὰ χέρια τῶν ἐπισκεπτῶν γιὰ νὰ
λάβη τὰ δῶρα
τους. Ἐπὶ
πλέον τοὺς ἀποκαλεῖ κυρίους καὶ προστάτας καὶ ὅτι
σ᾿ αὐτοὺς χρωστοῦν μετὰ τὸν
Θεὸν τὴν
ζωή τους οἱ
μοναχοί.
Ἐν συνεχείᾳ ἐνῷ ἐκάθισαν στὴν τράπεζα, τοὺς προτρέπει νὰ ἐγκρατεύωνται καὶ νὰ ἐπιπλήττουν αὐστηρὰ τοὺς κατωτέρους, διότι δῆθεν αὐτοὶ δὲν ἐγκρατεύονται. Ἐνῷ ἦλθε ἡ ὥρα τῆς ψαλμῳδίας, τοὺς ρᾳθύμους τοὺς ἔκανε προθύμους, τοὺς ἀφώνους καλλιφώνους καὶ τοὺς νυσταλέους ἀγρύπνους. Τοὺς προτρέπει ἀκόμη νὰ καλοπιάνουν τὸν κανονάρχη καὶ νὰ τὸν ἐκλιπαροῦν νὰ τοὺς παραχωρήση τὰ πρωτεῖα στὴν ψαλμῳδία. Τοὺς κάνει νὰ τὸν ἀποκαλοῦν πατέρα καὶ διδάσκαλο. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἕως ὅτου ἀναχωρήσουν οἱ ξένοι!
Ἐν συνεχείᾳ ἐνῷ ἐκάθισαν στὴν τράπεζα, τοὺς προτρέπει νὰ ἐγκρατεύωνται καὶ νὰ ἐπιπλήττουν αὐστηρὰ τοὺς κατωτέρους, διότι δῆθεν αὐτοὶ δὲν ἐγκρατεύονται. Ἐνῷ ἦλθε ἡ ὥρα τῆς ψαλμῳδίας, τοὺς ρᾳθύμους τοὺς ἔκανε προθύμους, τοὺς ἀφώνους καλλιφώνους καὶ τοὺς νυσταλέους ἀγρύπνους. Τοὺς προτρέπει ἀκόμη νὰ καλοπιάνουν τὸν κανονάρχη καὶ νὰ τὸν ἐκλιπαροῦν νὰ τοὺς παραχωρήση τὰ πρωτεῖα στὴν ψαλμῳδία. Τοὺς κάνει νὰ τὸν ἀποκαλοῦν πατέρα καὶ διδάσκαλο. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἕως ὅτου ἀναχωρήσουν οἱ ξένοι!
Ὅσους τιμῶνται καὶ προτιμῶνται τοὺς ὡδήγησε στὴν ὑπερηφάνεια καὶ ὅσους καταφρονοῦνται στὴν μνησικακία.
Ὅποιος
ὑπερηφανεύεται γιὰ φυσικὰ χαρίσματα, δηλαδὴ ὀξύνοια,
εὐκολία στὴν μάθησι, στὴν ἀνάγνωσι
καὶ στὴν
προφορά, εὐφυΐα
καὶ ἄλλα
παρόμοια, αὐτὸς οὐδέποτε
θὰ ἀποκτήση
τὰ ὑπερφυσικὰ ἀγαθά.
Διότι ὁ ἄπιστος
στὰ ὀλίγα
θὰ φανῆ καὶ
στὰ πολλὰ ἄπιστος
καὶ κενόδοξος.
Γιὰ τὴν ἀπόκτησι τῆς τελείας ἀγάπης καὶ πλουσίων χαρισμάτων καὶ θαυματουργικῆς καὶ προορατικῆς δυνάμεως, πολλοὶ βασανίζουν καὶ καταπονοῦν ἀδίκως τὸ σῶμα τους. Ἐλησμόνησαν οἱ ταλαίπωροι ὅτι ὄχι οἱ κόποι, ἀλλὰ κυρίως ἡ ταπείνωσις εἶναι ἡ μητέρα ὅλων αὐτῶν. Ὅποιος ἀπαιτεῖ πνευματικὰ δῶρα ἀντὶ τῶν κόπων του, ἔβαλε σαθρὸ θεμέλιο. Ὅποιος ὅμως θεωρεῖ τὸν ἑαυτόν του χρεώστη δοῦλο, αὐτὸς ξαφνικὰ θὰ λάβη ἀπὸ τὸν Θεὸν ἀνέλπιστο πνευματικὸ πλοῦτο.
Μὴ πείθεσαι στὸν λικμήτορα, στὸν δαίμονα δηλ. ποὺ λιχνίζει καὶ καταστρέφει, ὅταν σοῦ προτείνη νὰ παρουσιάζης τὶς ἀρετές σου, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν δῆθεν ὅσοι σὲ ἀκούουν. «Τί γὰρ ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος, ἐὰν ὅλον τὸν κόσμο κερδήση ἢ ὠφελήση, ἑαυτὸν δὲ ζημιώση»; (Ματθ. ις´ 26). Τίποτε δὲν ὠφελεῖ περισσότερο αὐτοὺς ποὺ μᾶς βλέπουν ἀπὸ τὴν ταπεινὴ καὶ εἰλικρινὴ συμπεριφορὰ καὶ τὸν ἀνεπιτήδευτο λόγο. Ἔτσι
δίδεται καὶ
στοὺς ἄλλους
παράδειγμα νὰ
μὴν ὑπερηφανεύωνται
ποτέ, πράγμα ἀπὸ τὸ
ὁποῖο
τί ὑπάρχει περισσότερο ὠφέλιμο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.