Διηγούνται πάλι για τον αββά Αγάθωνα τα έξης: Κάποτε πήγε στην πόλη για να πουλήσει εργόχειρα του. Έκει
βρίσκει έναν πεντάξενον άνθρωπον πεταγμένο
στην πλατεία χωρίς κανέναν πού να
τον φροντίζει. Ό γέροντας έμεινε μαζί του, αφού νοίκιασε ένα μικρό δωμάτιο. Ο,τι έβγαζε από το εργόχειρο του το ξόδευε για το ενοίκιο καί τις ανάγκες του
άρρωστου εκείνου ανθρώπου. Έμεινε εκεί
τέσσερις μήνες, ώσπου έγινε καλά ό άρρωστος.
Αφού το έκανε αυτό, γύρισε κατόπι ό γέροντας ειρηνικός στο κελί του.
Έλεγε ό αββάς Θεόδωρος ό του Ένατου (αυτός δηλαδή πού έμενε
στο ένατο σημείο ή, όπως θα λέγαμε σήμερα, στο ένατο χιλιόμετρο έξω από την πόλη), ότι όταν ήμουν νεώτερος έμενα
στην έρημο. Πήγα λοιπόν να κάνω ψωμί στο κοινό αρτοποιείο. Εκεί βρήκα κάποιον αδελφό πού ήθελε να ζυμώσει, άλλα δεν είχε
κανέναν να τον βοηθήσει. Άφησα εγώ το δικό μου ψωμί και του έδωσα ένα
χέρι. Μόλις όμως τελείωσα, ήρθε άλλος αδελφός
και βοήθησα κι εκείνον και κάναμε το ψωμί του. Και ήρθε τρίτος και έκανα το ίδιο. Το ίδιο έκανα με τον καθένα πού
ερχόταν. Έτσι κάναμε έξη φουρνιές. Κι αφού δεν ερχόταν πια κανένας, έκανα κι εγώ τις δυο δικές μου φουρνιές.
Ό αββάς Αδέλφιος, επίσκοπος Νειλουπόλεως, πήγε στον αββά Σισώη στο ορός του αββά Αντωνίου, οπού έμενε. Όταν επρόκειτο να
φύγει, προτού πεζοπορήσει αυτός και ή συνοδεία του, τους
ετοίμασε πρωινό ό αββάς. Και ήταν περίοδος νηστείας. Μόλις έστρωσαν το τραπέζι
ήρθαν και χτύπησαν την πόρτα κάποιοι αδελφοί. Ό αββάς Σισώης είπε το μαθητή
του· βάλε τους κάτι να φάνε, γιατί είναι κουρασμένος. Του
λέει τότε ό αββάς Αδέλφιος· μην το κάνεις αυτό για να μην
πούνε πώς ό αββάς Σισώης τρώει πρωί, πρωί Ό αββάς τον κοίταξε παραξενεμένος και λέει στον αδελφό· πήγαινε και δώσε τους
να φάνε. Όταν εκείνοι είδαν το προσφερόμενο, είπαν μήπως έχετε ξένους; μήπως τρώει ό γέροντας μαζί σας; Ό αδελφός
απάντησε, ναι. Τότε εκείνοι άρχισαν να στενοχωριούνται και να λένε· ό Θεός να σας συγχωρέσει πού αφήσατε να φάει τώρα ό
γέροντας. Δεν το ξέρετε πώς θα νηστέψει πολλές μέρες κατόπι; Τους άκουσε ό επίσκοπος πού τα έλεγαν αυτά και έβαλε
μετάνοια στο γέροντα και του λέει· συγχώρεσε με, αββά μου, γιατί μου ήρθαν εντελώς ανθρώπινες σκέψεις στο μυαλό. Εσύ
έκανες το θέλημα του Θεού.
Έλεγε ό αββάς Πέτρος για τον άγιο Μακάριο τον
Αιγύπτιο το ακόλουθο γεγονός. Πήγε κάποτε ό αββάς Μακάριος σε κάποιον
αναχωρητή και τον βρήκε να βασανίζεται από ασθένεια. Επειδή
δεν υπήρχε τίποτε στο κελί, τον ρώτησε τι θα ήθελε να
έτρωγε. Και εκείνος είπε πώς θα ήθελε λίγο παστέλι. Και ό θαυμάσιος
εκείνος Πατήρ δεν δίστασε να πάει μέχρι την Αλεξάνδρεια για να προμηθευτεί
το παστέλι και να το δώσει στον άρρωστο. και το αξιοθαύμαστο είναι πώς κανένας
δεν το κατάλαβε αυτό.
Έλεγαν για τον αββά Μακάριο τον μεγάλο, ότι έγινε σύμφωνα με το γραμμένο «Θεός επίγειος». Όπως δηλαδή ό
Θεός σκεπάζει τον κόσμο, έτσι έγινε και ό αββάς Μακάριος, πού σκέπαζε τα ελαττώματα των άλλων πού έβλεπε ή άκουγε
σαν μην τα έβλεπε ή σαν να μην τα
άκουγε. και αυτό ήταν τόσο φυσικό για τη
μεγάλη του αγάπη.
Κάποτε ήρθε ό άββάς Άμμωνάς σε κάποιο μέρος για φαγητό. Εκεί βρισκόταν κάποιος μοναχός πού είχε κακή
φήμη, γιατί είχε αμαρτωλές σχέσεις
με κάποιο πρόσωπο. Συνέβη μάλιστα ή γυναίκα
εκείνη να μπει στο κελί του αδελφού πού είχε την κακή φήμη. "Όταν το έμαθαν αυτό όσοι έμεναν
στον τόπο εκείνον ταράχθηκαν. και
μαζεύτηκαν λοιπόν με σκοπό να τον διώξουν από το κελί του. Όταν πληροφορήθηκαν πώς ό αββάς Αμμωνάς, πού ήταν και επίσκοπος, βρίσκεται στον τόπο
εκείνον, ήρθαν και τον παρακάλεσαν να
πάει μαζί τους. Ό αδελφός πού κατάλαβε
τι συμβαίνει, έκρυψε τη γυναίκα σ' ένα μεγάλο πιθάρι. Όταν μαζεύτηκε το πλήθος, κατάλαβε ό αββάς Αμμωνάς το συμβάν άλλα για την αγάπη του Θεού σκέπασε
το ζήτημα. Μπήκε λοιπόν μέσα στο κελί,
κάθισε επάνω στο πιθάρι και διέταξε
να γίνει έρευνα στο κελί. Εκείνοι έψαξαν, αλλά δεν βρήκαν τη γυναίκα. Τότε τους λέει ό αββάς· τι
πράγματα είναι αυτά πού κάνετε; Ό
Θεός να σας συγχωρήσει! Είπε μια ευχή και
διέλυσε το πλήθος. Έπειτα, όταν έμεινε μόνος, πήρε το χέρι του αδελφού και του είπε· πρόσεχε τον εαυτό σου,
αδελφέ! και έφυγε.
Κάποτε συνέβη κάποιος πειρασμός σε ένα αδελφό
στο κοινοβούλιο του αββά Ηλία. εκείνοι τον
έδιωξαν από κοντά τους και αυτός πήγε
στο όρος στον αββά Αντώνιο. Αφού έμεινε αρκετό καιρό εκεί, τον ξανάστειλε εκείνος στο κοινόβιο του. Αυτοί τον ξανάδιωξαν. Ό αδελφός ξαναγύρισε στον αββά
Αντώνιο και του είπε πώς δεν τον
δέχτηκαν. Τότε έστειλε κάποιον ό γέροντας λέγοντας· ένα πλοίο ναυάγησε στο
πέλαγος και έχασε το φορτίο του και με πολύ κόπο σώθηκε στη στεριά. Εσείς αυτά πού σώθηκαν στη στεριά άπ' την τρικυμία
θέλετε να τα καταποντίσετε. Όταν εκείνοι
άκουσαν πώς ό άββάς Αντώνιος τον
έστειλε πίσω, τον δέχτηκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.