Σκοπὸς τοῦ Πνευματικοῦ δὲν εἶναι μόνον ν᾿ ἀντιληφθεῖ τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε εἶναι μόνο νὰ διαβάζει τὴν εὐχή, νὰ τοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες του. Σκοπὸς τοῦ Πνευματικοῦ εἶναι, νὰ προσπαθήσει μὲ τὴν προσωπικὴ ἐμπειρία, τὴν φυσικὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ποὺ ἀποκτᾷ μέσα ἀπὸ τὴν δική του βίωση, τὴν πνευματική, νὰ μπορέσει νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο νὰ βρεῖ τὸν Θεό, νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ γίνει μέτοχος τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ ἡ δυνατότης δὲν μπορεῖ ἀνθρωπίνως νὰ ἐπιτευχθεῖ.
Θὰ ἔρθει ἐπὶ παραδείγματι μέσα στὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἡ διάκριση καὶ ἡ διείσδυση, ὥστε νὰ μπεῖ καὶ νὰ κατανοήσει στὸ βάθος τὸν ἄνθρωπο;
Ἀνθρωπίνως εἶναι ἀδύνατον. Μπορεῖ ἐξωτερικὰ κάτι ν᾿ ἀντιληφθεῖ ἀπὸ τὶς ἐξαγορεύσεις. Σκοπὸς εἶναι νὰ ἔχει ἕνα χάρισμα, μία δυνατότητα νὰ μπεῖ στὸ βάθος τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει καὶ ἀνακαλύψει ἐκεῖνα τὰ βάθη, ποὺ οὔτε ὁ ἴδιος τὰ ἔχει προσεγγίσει ποτὲ καὶ μὲ ἐπιμονὴ τὰ ἀρνεῖται καὶ τὰ ἀπωθεῖ στὸ ὑποσυνείδητο, φοβούμενος οὔτε καὶ νὰ τ᾿ ἀγγίξει. Καὶ τοῦτο ἐδῶ εἶναι ἔργο τοῦ Πνευματικοῦ, νὰ βγάζει τὸν δειλὸ ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ βάθος ποὺ συσπειρώνει ὅλες τὶς δυνάμεις του, στὸ βάθος τοῦ ὑποσυνείδητου, νὰ τον βγάλει στὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ τὸν θεραπεύει μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν ὁδηγεῖ σὲ μία Θεογνωσία τέτοια, ποὺ νὰ τοῦ δίνει τελικὰ τὴν χαρά, τὴν εἰρήνη, τὴν εὐτυχία, μέσα στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του.
Ἐὰν δὲν ὑπάρχει λοιπὸν αὐτὴ ἡ Ἀγάπη, ἡ θυσιαστικὴ Ἀγάπη, εἶναι ἀδύνατον νὰ μπορέσει κανεὶς νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο. Ἡ Ἀγάπη λέει ὁ Πατὴρ Σωφρόνιος μεταφέρει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀγαπῶντος προσώπου, εἰς τὸ ἀγαπώμενο ὂν καὶ οὕτως ἀφομοιώνει τὴν ζωὴ τοῦ ἀγαπώμενου. Ἡ Ἀγάπη ἔχει δυνατότητα νὰ μεταφέρει ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀγαπῶντος στὴν καρδιὰ τοῦ ἀγαπώμενου νὰ μεταφέρει τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάριτος, ποὺ οὐσιαστικὰ διὰ τῆς Ἀγάπης ἐμφανίζεται, χωρὶς νὰ βλάπτει τὸ ἄλλο πρόσωπο. Γιατὶ λέει ὅτι τὸ πρόσωπο εἶναι διεισδυτὸν Ἀγάπης. Δηλαδὴ τὸ πρόσωπο ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ἀφομοιώνει αὐτὴν τὴν ἀγάπη, νὰ διαπερνᾷ διὰ τοῦ προσώπου ἡ Ἀγάπη, νὰ εἰσέρχεται στὴν πληγωμένη φύση, χωρὶς νὰ βλάπτει τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου καὶ νὰ θεραπεύει καὶ νὰ κοινωνεῖ καὶ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν ἄλλον ἄνθρωπο διὰ τοῦ Θεοῦ.
Μ᾿ ἕνα παράδειγμα: Ὅπως ἡ ἀτμόσφαιρα ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ἀφομοιώνει τὸν ἥλιο καὶ νὰ διεισδύει ὁ ἥλιος μέσα ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ νὰ διαπερνᾷ τὶς ἀκτῖνες του σὲ ὅλα τὰ ὄντα, χωρὶς νὰ παθαίνει τίποτα ἡ ἀτμόσφαιρα, ὄχι μόνο δὲν παθαίνει, ἀλλὰ φωτίζεται περισσότερο καὶ ὅπως ἡ ἀκτίνα τοῦ ἡλίου ἀκόμα καὶ μέσα ἀπὸ τὸ νερὸ περνᾷ, χωρὶς τὸ νερὸ νὰ παθαίνει τίποτα, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἢ Ἀγάπη, ἡ Εὐαγγελικὴ ὅμως Ἀγάπη, τοῦ Θεοῦ ἡ Ἀγάπη, διεισδύει ἀπὸ τὸ ἕνα πρόσωπο στὸν ἄλλο χωρὶς νὰ καταργεῖ τὸ ἄλλο πρόσωπο, χωρὶς νὰ δεσμεύει καὶ χωρὶς νὰ αἰχμαλωτίζει τὸ πρόσωπο, ἀλλὰ νὰ τὸ ἑνώνει Θεοπρεπῶς καὶ νὰ γίνονται ταυτόχρονα δυὸ πράγματα. Νὰ ἑνώνεται ἡ φύσις ἡ μία, γιατὶ οὐσιαστικά, ὅπως εἴπαμε, μία εἶναι ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου, νὰ ἑνώνεται ἐν Χριστῷ, διατηρώντας τὴν προσωπικὴ ὕπαρξη καὶ ἐλευθερία ποὺ ἔχει ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς.
Αὐτὸ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη ἑνότητα.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦν νὰ ἑνωθοῦν καὶ δημιουργοῦν προϋποθέσεις ἑνότητας, ἀλλὰ οἱ προϋποθέσεις ἑνότητας συνήθως καταλήγουν στὴν ἐπιβολὴ τῆς μίας θελήσεως πάνω στὴν ἄλλη καὶ μάλιστα τὴν βίαιη. Ἔχουμε παραδείγματα τὶς δικτατορίες, τὰ ἀπολυταρχικὰ καθεστῶτα, τὰ θρησκευτικὰ καθεστῶτα, προσπαθοῦν διὰ νόμου νὰ ἐπιβάλλουν τὶς θελήσεις τους. Ἔχουμε ἀκόμη καὶ τὰ χριστιανικὰ καθεστῶτα, τὸ ἀπολυταρχικὸ καθεστὼς τοῦ Παπισμοῦ, ποὺ μ᾿ ἕνα τρόπο πρωτοφανῆ στὴν ἱστορία, πολλὰ ἀπολυταρχικὰ καθεστῶτα ἔρχονται καὶ φεύγουν καὶ αὐτὸ δὲν φεύγει καὶ διατηρεῖται καὶ δίνει καὶ τὴν αἴσθηση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας του καὶ σ᾿ ὅλες τὶς Δυτικὲς κοινωνίες καὶ ποὺ πάρ᾿ ὅλο ποὺ πᾶνε νὰ ἐφαρμόσουν δημοκρατικοὺς θεσμούς, γιὰ νὰ ἐπιβάλλουν τάχα στὴν ἀνθρωπότητα ἐλεύθερα καὶ δυναμικὰ τὶς θελήσεις τους, οὐσιαστικὰ δεσμεύουν μ᾿ ἕναν ἄλλο τρόπο δικτατορικὸ τὶς θελήσεις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ὥστε νὰ κάνουν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους νὰ γράψουν ἀκόμη καὶ βιβλία καὶ νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν τυραννία τῆς σύγχρονης Δημοκρατίας, τῆς σύγχρονης πλειοψηφίας.
Ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ στὴν Ὀρθόδοξη Ζωὴ ἐπιτυγχάνεται μ᾿ ἕνα τέτοιο θαυμαστὸ τρόπο, ὥστε νὰ ἑνώνεται ἡ φύσις καὶ ἑνωμένη ἡ φύσις νὰ ἀποκτᾷ εἰδικές, θὰ λέγαμε ἑνωμένες δυνάμεις μία θέληση, μία καρδία, μία ἀγάπη, μία πορεία, ἕνα συγχνωτισμὸ καὶ ταυτοχρόνως νὰ μὴν βλάπτεται ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου.
Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀλλιῶς ἂν δὲν μπεῖ σ᾿ αὐτὴν τὴν διαδικασία τῆς καθάρσεως, νὰ φύγουν τὰ σκουπίδια ποὺ ἔχουν συσσωρευτεῖ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, νὰ καθαριστεῖ ἡ φύσις, νὰ μπορεῖ νὰ ἑνωθεῖ ἡ φύσις ἐν Χριστῷ καὶ νὰ διατηρηθεῖ καὶ τὸ πρόσωπο, μὲ ἕναν τρόπο μυστηριακό, αὐτὸν ποὺ ἔχουμε παραλάβει ἐμεῖς ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας καὶ τοὺς Ἀποστόλους μας. Καὶ δὲν προσπαθεῖ κανεὶς μὲ ἄλλον τρόπο νὰ ἑλκύσει τὸν ἄλλον σ᾿ αὐτὴν τὴν ἑνότητα, παρὰ διὰ τῆς προβολῆς αὐτῆς τῆς ἀνιδιοτελοῦς καὶ Εὐαγγελικῆς Ἀγάπης.
τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Μαξίμου Κυρίτση
Απόσπασμα από ὁμιλία που δόθηκε στὴν αἴθουσα
τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης στὶς 15.12.1997
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.