Ο Άγιος Μόδεστος γεννήθηκε στη Σεβάστεια της Μ. Ασίας από ευσεβείς χριστιανούς γονείς, οι οποίοι πέθαναν στη φυλακή κατά το διωγμό του Διοκλητιανού (περίπου 305 μ. Χ.). Το μόλις πέντε μηνών βρέφος Μόδεστο, οι δεσμοφύλακες το ανέθεσαν σε έναν ειδωλολάτρη άρχοντα. Σε ηλικία δεκατριών ετών έμαθε για τους πραγματικούς γονείς του και αποφάσισε να βαπτιστεί κι ο ίδιος χριστιανός. Σ΄ αυτό συνετέλεσε και κάποιος χριστιανός χρυσοχόος από την Αθήνα, ο οποίος ανέλαβε τη φροντίδα του νεοφώτιστου Μοδέστου, τον έφερε στην Αθήνα και τον αγκάλιασε σαν παιδί του. Μετά το θάνατο των θετών γονέων του, η ζήλεια των δύο παιδιών του χρυσοχόου για την αρετή του Μοδέστου τα οδήγησε στο να τον πουλήσουν ως δούλο στην Αίγυπτο. Η Χάρις του Θεού, όμως, δεν τον εγκατέλειψε. Ο αφέντης του Μοδέστου κατηχήθηκε από το δούλο του, έγινε και ο ίδιος χριστιανός και ελευθέρωσε το Μόδεστο, τον ελευθερωτή του από τα δεσμά της αμαρτίας και του διαβόλου. Φεύγοντας από την Αίγυπτο ο Μόδεστος κατευθύνεται για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, και εκεί, αφού άνοιξαν μπροστά του οι πύλες του Παναγίου Τάφου, ο πιστός λαός των Ιεροσολύμων, που είδε το θαυμαστό αυτό γεγονός, εξέλεξε το Μόδεστο αρχιεπίσκοπο της Μητρός Εκκλησίας, διάδοχο του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου. Ο Θεός έδωσε στο Μόδεστο ένα χάρισμα, ώστε να θεραπεύει τα κατοικίδια ζώα, και ιδιαίτερα τα βόδια και τους ημιόνους.
Άλλωστε, και κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου του πραγματοποίησε θαυμαστά γεγονότα που σχετίζονταν με τα ζώα. Ενώ βρίσκονταν μπροστά στο βασιλιά ομολογώντας την πίστη του στον Αληθινό Θεό, μπροστά στο βασιλιά, εκείνος διέταξε τους στρατιώτες του να δέσουν τον Άγιο σε δύο άγριους ημιόνους και να τους αφήσουν να τρέξουν, προκειμένου να διαμελισθεί το σώμα τού Αγίου επάνω στις πέτρες. Ό Άγιος Μόδεστος, όμως, σήκωσε το χέρι του προς τους ημιόνους, τους ευλόγησε και τότε αυτοί έφυγαν, αφήνοντάς τον λυμένο και αβλαβή. Ό βασιλιάς έξαλλος διέταξε να τον ξαναδέσουν στους ημιόνους, όχι μόνο απ' τα χέρια αλλά και απ' τα πόδια, και να χτυπήσουν με πολλή δύναμη τα ζώα, ώστε να τρέξουν. Ο Μάρτυρας του Χριστού έλεγε, καθώς τον έσερναν οι ημίονοι: «Εάν ο Θεός είναι μαζί μας, κανείς δεν είναι εναντίον μας».
Κάποιος βοσκός βλέποντας τον Άγιο κι αναγνωρίζοντάς τον, τον πλησίασε και τού είπε: «Λυπήσου με, Πάτερ, και βοήθησέ με, ώστε με τις ευχές σου ν' αποκτήσω ένα μοσχάρι». Ό Άγιος Μόδεστος πρόσταξε τους άγριους ημιόνους να σταματήσουν να τον τρα¬βούν. Κάλεσε τότε το βοσκό να πλησιάσει μαζί με το κοπάδι του κι ευχήθηκε: «Ο Θεός, που ευλόγησε τα βόδια και τα πρόβατα του Αβραάμ, να σου χαρίζει κάθε χρόνο δύο μοσχάρια, ένα αρσενικό κι ένα :θηλυκό». Αμέσως μετά ο βοσκός αποχώρησε ευχα¬ριστημένος και ο Άγιος διέταξε τους ημιόνους να επιστρέψουν στο μέρος απ' όπου εί¬χαν ξεκινήσει να τον σέρνουν. Πράγματι, οι ημίονοι υπάκουσαν γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα να εξαγριωθεί ακόμα περισσότερο ο βασιλιάς.
Ανείπωτα ήταν τα βασανιστήρια πού επακολούθησαν: έμπηξαν καρφιά στα πόδια του, τον λιθοβόλησαν, τον έριξαν σ' ένα λέβητα με καυτό μολύβι, τον έδεσαν σε μία κολώνα και άναψαν γύρω του μεγάλη φωτιά, αφού πρώτα άλειψαν το κεφάλι του με πίσσα και λάδι. Τίποτε, όμως, απ' αυτά δεν κατέβαλε τον Άγιο Μάρτυρα. Και τότε ό βασιλιάς διέταξε τον αποκεφαλισμό του.
Λίγο πριν από το τέλος του, ό Άγιος Μόδεστος προσευχήθηκε και τα τελευταία του λόγια ήταν: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δημιουργέ του φωτός, καταξίωσόν με της Βασιλείας Σου. Σέ, Δέσποτα, και μόνον επόθησεν η ψυχή μου και για Σένα κατεφρόνησα το θάνατο και τα βασανιστήρια. Μη με κρίνεις λοιπόν, ανάξιο των αγαθών Σου, φιλάνθρωπε, και δέομαί Σου, όποιος με επικαλεστεί και με εορτάζει και όποιος αναγνώσει το Μαρτύριό μου, βοήθησέ τον πάντοτε, χάριζέ του πλούσια τα ελέη σου και αποδίωξε από τον οίκον αυτού και από όλα τα ζώα του κάθε βλάβη και ασθένεια και πλήθηνέ τα, όπως ευλόγησες και επλήθηνες τα ποίμνια του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ και όλων των δούλων Σου, διότι είσαι ευλογητός στους αιώνες. Αμήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.